Νέα γενιά «κόκκινων» δανείων λόγω κορωνοϊού βλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος
Ανανεώθηκε:
Η εκτίμηση πως οι συνέπειες της πανδημίας στον τραπεζικό τομέα αναμένεται να ενταθούν το 2021, διατυπώνεται στην Έκθεση Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Κατά τους συντάκτες της έκθεσης η επίπτωση αφορά κυρίως στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και την αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων.
«Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 8-10 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες επομένως θα πρέπει να επανεξετάσουν την επάρκεια των προβλέψεών τους έναντι του πιστωτικού κινδύνου. Αν και το ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με το μέσο όρο της ΕΕ, είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο κρατών-μελών με υψηλό λόγο μη εξυπηρετούμενων δανείων», σημειώνεται στην έκθεση.
Ακόμη, επισημαίνεται πως εκτός από τα «δίδυμα» προβλήματα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν και μια σειρά από άλλες σοβαρές προκλήσεις, κοινές όμως και για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης, όπως η χαμηλή οργανική κερδοφορία, λόγω και των χαμηλών επιτοκίων, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από μη τραπεζικά ιδρύματα, προκλήσεις που πηγάζουν από την ατελή τραπεζική ένωση, καθώς και λοιπές προκλήσεις που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά και με κυβερνοεπιθέσεις.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Κατά την έκθεση, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανήλθαν στο τέλος του Δεκεμβρίου 2020 σε 47,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου 2019. Ο δε λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, 30,2%, έναντι μέσου όρου μόλις 2,8% στην ΕΕ.
Ως προς τη διάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε απόλυτα μεγέθη, πάνω από το ήμισυ αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 1/3 περίπου στεγαστικά και το υπόλοιπο καταναλωτικά δάνεια. Επίσης, το ήμισυ σχεδόν του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά δάνεια που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, ενώ το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων που συνδέονται με ρυθμίσεις αντιπροσωπεύει περίπου το 1/3 του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επί δε του συνόλου των δανείων, εξυπηρετούμενων και μη, σε καθεστώς ρύθμισης υπάγεται περίπου το 1/5.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισε και πάλι καθυστέρηση, και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις η εξέλιξη αυτή παρατηρήθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.
«Με την ολοκλήρωση του προγράμματος Ηρακλής εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας προσωρινά χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα αλλά άνω του ελάχιστου εποπτικού ορίου, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια των τραπεζών. Σε αυτούς τους δείκτες όμως δεν περιλαμβάνονται τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο, λόγω των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης», σημειώνεται σχετικά.