Ανάπτυξη 4,2% προβλέπει για το 2021 η Τράπεζα της Ελλάδος – Οι προϋποθέσεις
Ανανεώθηκε:
Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 4,2% προβλέπει για εφέτος η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με όσα ανάφερε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σήμερα στην 88η Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της ΤτΕ. Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε ωστόσο σε συγκεκριμένους παράγοντες που θα κρίνουν την ανάκαμψη της οικονομίας.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 θα είναι 4,2%, έναντι ύφεσης 8,2% πέρυσι. Η πρόβλεψη αυτή ωστόσο εμπεριέχει μεγάλη αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών και απαγορευτικών μέτρων, αλλά και με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την έκταση των οικονομικών επιπτώσεων.
Κατά τον κ. Στουρνάρα, η ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες:
Πρώτον, την επιτάχυνση της εκστρατείας των εμβολιασμών όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επιτυχία των εμβολιασμών θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών για την επίλυση της υγειονομικής κρίσης και θα δώσει τη δυνατότητα επιστροφής στην κανονικότητα με άρση ταξιδιωτικών και άλλων περιορισμών, συμβάλλοντας έτσι στην ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, κυρίως υπηρεσιών όπως ο τουρισμός και τα ταξίδια. Παράλληλα, η μείωση της αβεβαιότητας και η άρση των περιοριστικών μέτρων θα επιτρέψουν τη σταδιακή αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και των εγχώριων επενδύσεων.
Δεύτερον, τη διατήρηση σε εφαρμογή, μέχρι τη λήξη της πανδημίας και μέχρι να εδραιωθεί η ανάκαμψη, των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων από το τραπεζικό σύστημα, προσεκτικά όμως στοχευμένων σε κατηγορίες εργαζομένων, καθώς και σε παραγωγικούς κλάδους που επλήγησαν βαρύτερα αλλά παραμένουν οικονομικά υγιείς. Για το σκοπό αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι η στρατηγική της σταδιακής και προσεκτικής απόσυρσης των μέτρων.
Τρίτον, την ταχύτητα ενεργοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την απορρόφηση των κεφαλαιακών πόρων που δικαιούται η Ελλάδα από το ευρωπαϊκό μέσο NGEU. Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και έως το 2026 θα ενισχύσει σε σημαντικό βαθμό τη δυναμική της ανάπτυξης και θα διευκολύνει την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας χωρίς την ανάγκη επιστροφής στις αυστηρές πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος που εγκλώβισαν την οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και στασιμότητας.
Στην έκθεση της ΤτΕ σημειώνεται πως για χώρες όπως η Ελλάδα, με υψηλό λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, καίρια σημασία για την αποκλιμάκωση της δυναμικής του χρέους έχει ο συνδυασμός όσο το δυνατόν υψηλότερου ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και όσο το δυνατόν χαμηλότερων ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού. Εξάλλου, η πρόταξη των μεταρρυθμίσεων αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ που θα επιτρέψει όχι μόνο την κάλυψη του παραγωγικού κενού, αλλά και ―σημαντικότερα― την ενεργοποίηση της συνολικής προσφοράς για την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, την επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας και την ενίσχυση του ρυθμού αύξησης του δυνητικού προϊόντος.
«Συνεπώς, την επαύριο της πανδημίας και καθώς η οικονομία θα επανέρχεται σε κανονική λειτουργία, απαιτείται ιεράρχηση των μεσοπρόθεσμων προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής γύρω από τρεις κεντρικούς άξονες: α) την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας ώστε να διασφαλίζεται το αξιόχρεο της χώρας, β) την ενίσχυση του αναπτυξιακού προσανατολισμού της δημοσιονομικής πολιτικής και γ) την επιτάχυνση της υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, περιλαμβανομένης της απαλλαγής των πιστωτικών ιδρυμάτων από τα χαμηλής ποιότητας στοιχεία ενεργητικού», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.
Το στοίχημα της επόμενης ημέρας
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το στοίχημα επομένως της οικονομικής πολιτικής μετά την πανδημία είναι η καταγραφή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, ούτως ώστε οι απώλειες να ανακτηθούν ταχύτερα, η οικονομία να τεθεί σε στέρεη τροχιά ανάπτυξης, η δημοσιονομική ισορροπία να αποκατασταθεί με γρήγορους ρυθμούς και ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ να τεθεί σε καθοδική πορεία.
Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει να συντρέχει ένα ελάχιστο σύνολο βασικών προϋποθέσεων, όπως:
Αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Το μέσο ανάκαμψης NGEU και οι χρηματοδοτικοί πόροι από άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα και διαρθρωτικά ταμεία, συνολικού ύψους 72 δισ. ευρώ για την Ελλάδα, προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία όχι μόνο να επουλώσει τις οικονομικές πληγές της πανδημίας, αλλά κυρίως να επιταχύνει και να ολοκληρώσει τον οικονομικό, τεχνολογικό και θεσμικό μετασχηματισμό της. Η διαχείριση και βέλτιστη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα η δημόσια διοίκηση. Για να μεγιστοποιηθεί το όφελος για την οικονομία, θα απαιτηθεί τόσο η συντονισμένη δράση του δημόσιου τομέα για τον προσεκτικό, έγκαιρο και μακρόπνοο σχεδιασμό όσο και η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα με καταλλήλως προετοιμασμένα σχέδια για στοχευμένα επενδυτικά έργα.
Οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες είναι η διαχείριση του ιδιαίτερα μεγάλου αποθέματος ΜΕΔ, το οποίο επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού τους. Παρά τη μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το μέγιστο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016, ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει πολύ υψηλός συγκρινόμενος με τους αντίστοιχους δείκτες των υπόλοιπων χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ. Αναμένεται δε να επηρεαστεί αυξητικά το 2021, λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που θα αρχίσει να καταγράφεται με το τέλος της πανδημίας και τη λήξη των μέτρων αναστολής πληρωμής δανειακών υποχρεώσεων και των άλλων μέτρων προστασίας των πληττόμενων δανειοληπτών. Η εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα, καθώς και το πρόγραμμα “Γέφυρα” για την αποπληρωμή δανείων με εμπράγματες εξασφαλίσεις στην κύρια κατοικία συνεπών δανειοληπτών που επλήγησαν από την πανδημία και η επέκτασή του και για επιχειρηματικά δάνεια πληττόμενων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, διευκολύνουν τους ιδιώτες στην αποπληρωμή των χρεών τους.
Ωστόσο, για τον περιορισμό του ηθικού κινδύνου, τη διασφάλιση της κουλτούρας πληρωμής υποχρεώσεων και την προστασία της κερδοφορίας τους, οι τράπεζες πρέπει να εφαρμόσουν, σε συνεννόηση με τις εποπτικές αρχές, προγράμματα αποπληρωμής των δανείων που τελούν σήμερα σε moratorium, θεσπίζοντας κατάλληλους μηχανισμούς για το διαχωρισμό των δανειοληπτών σε βιώσιμους και μη βιώσιμους. Για την άμεση και οριστική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, απαιτούνται επιπλέον ενέργειες από τις τράπεζες και την Πολιτεία για την πλήρη εξυγίανση των ισολογισμών τους προκειμένου ο εγχώριος τραπεζικός τομέας να συνεχίσει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Στόχος δεν πρέπει να είναι μόνο η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και η εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους συνολικά.
Ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης. Οι υψηλοί πραγματικοί (effective) συντελεστές της άμεσης φορολογίας και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος της εργασίας (tax wedge) στρέβλωσαν τα κίνητρα για προσφορά εργασίας και ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου, ενθάρρυναν τη φοροδιαφυγή και την αδήλωτη εργασία και οδήγησαν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα απόδοσης φορολογικών εσόδων. Η υψηλή έμμεση φορολογία εξάλλου, παρά την ασφαλέστερη απόδοσή της, επέφερε κοινωνικό κόστος, αφού επιβάρυνε ως επί το πλείστον τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Προκάλεσε επίσης στρεβλώσεις στην κατανομή των πόρων μεταξύ κλάδων παραγωγής, επηρεάζοντας την κατανάλωση και την παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων. Η φορολογική μεταρρύθμιση που είχε ξεκινήσει πριν από την πανδημία θα πρέπει να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί, με γνώμονα την εκλογίκευση του φορολογικού βάρους και την κοινωνικά δικαιότερη κατανομή του, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης και τη βελτίωση της αποδοτικότητας των φόρων. Ο τελικός στόχος πρέπει να είναι η διαμόρφωση ενός σταθερού, απλού και αποδοτικού φορολογικού συστήματος που να κινητοποιεί την προσφορά εργασίας και υλικού κεφαλαίου.
Αναδιάρθρωση των δημόσιων δαπανών. Η υφεσιακή διαταραχή κατέστησε αναπόφευκτη την απότομη και μεγάλη αύξηση των δημόσιων δαπανών για τη διατήρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και της απασχόλησης, καθώς και για την ενίσχυση του εθνικού συστήματος υγείας. Την επαύριο όμως, η επιστροφή σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο δημοσιονομικής αξιοπιστίας πρέπει να συνδυαστεί με στόχευση σε παραγωγικές δαπάνες, φιλικές προς την ανάπτυξη, που αποσκοπούν όχι μόνο στη μείωση του παραγωγικού κενού, αλλά και στην αύξηση του δυνητικού προιόντος. Οι δαπάνες αυτές αφορούν την υγεία, την εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση και την επανακατάρτιση στις νέες τεχνολογίες και σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας μέσω ειδικών προγραμμάτων, τη μαθητεία, την έρευνα και την καινοτομία. Στόχος είναι η ενίσχυση των κινήτρων απασχόλησης, η διευκόλυνση της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή και η αποφυγή του κινδύνου της μακροχρόνιας ανεργίας. Η δημιουργία πολλών ποιοτικών θέσεων εργασίας, η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του τριγώνου της γνώσης, η ενίσχυση του αποθέματος του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας, η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας και η δημιουργία πόλων έλξης καινοτομίας και τεχνολογίας ενισχύουν το αναπτυξιακό δυναμικό. Δεδομένων των ισχνών δημογραφικών εξελίξεων, εξίσου σημαντικές είναι οι ενεργητικές πολιτικές για την ενθάρρυνση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας ομάδων με παραδοσιακά μικρό ποσοστό συμμετοχής, όπως οι γυναίκες, οι νέοι και οι μειονότητες, με σκοπό την αύξηση του εργατικού δυναμικού, αλλά και τη μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι πολιτικές διευκόλυνσης της ενσωμάτωσης των οικονομικών μεταναστών.
Αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής πολιτικής. Εκτός από τη θετική επίδραση στη συνολική ενεργό ζήτηση, οι δημόσιες επενδύσεις επιδρούν, μέσω της συνάρτησης παραγωγής, θετικά και στην πλευρά της προσφοράς, αφού αυξάνουν το απόθεμα και την παραγωγικότητα του δημόσιου υλικού κεφαλαίου και κατά συνέπεια την ιδιωτική και συνολική παραγωγική δραστηριότητα. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην αναβάθμιση των δημόσιων υποδομών παράλληλα με την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών, των έξυπνων συστημάτων και της τεχνητής νοημοσύνης, την προώθηση της μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας, την κυκλική οικονομία και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η εισροή των ευρωπαϊκών πόρων μέσω του νέου ΕΣΠΑ, του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του νέου χρηματοδοτικού μέσου ReactEU, καθώς και των άλλων διαρθρωτικών ταμείων, δίνει τη χρηματοδοτική ευχέρεια για την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Μέσω μάλιστα των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα επιτυγχάνεται η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων αυτών και αναβαθμίζεται η ποιότητα των έργων.
Ολοκλήρωση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας. Για τη μείωση του ψηφιακού χάσματος της χώρας σε σχέση με το μέσο όρο των κρατών-μελών της ΕΕ, είναι απαραίτητο: α) να συνεχιστεί η διαδικασία ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους, με έμφαση στην ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των πληροφοριακών συστημάτων και των δεδομένων, στην κυβερνοασφάλεια και στην εκτεταμένη χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών, β) να δοθούν κίνητρα για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, κυρίως των μικρομεσαίων, και γ) να ενισχυθούν οι ψηφιακές δεξιότητες του εργατικού δυναμικού.
Προστασία από μελλοντικές μολυσματικές ασθένειες και αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF), οι μολυσματικές ασθένειες, η συνδεόμενη ανασφάλεια για την εξεύρεση των μέσων βιοπορισμού και τα ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω της επιτάχυνσης της κλιματικής αλλαγής συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία την επόμενη διετία. Η πανδημία COVID-19 και τα περιοριστικά μέτρα οδήγησαν σε απώλεια θέσεων εργασίας, μείωση του προσωπικού εισοδήματος και δυσχέρειες στην εξεύρεση μέσων επιβίωσης. Η ανοικοδόμηση μετά την πανδημία πρέπει να εμπεριέχει νέα οικονομικά και κοινωνικά σχήματα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της κοινωνίας και της οικονομίας σε εξαιρετικά και απροσδόκητα γεγονότα. Παράλληλα, η ανάληψη δράσεων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα τόσο από την Πολιτεία όσο και από τον ιδιωτικό τομέα για την προστασία της περιβαλλοντικής ισορροπίας και τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή κρίνεται αναγκαία για τη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα και για την κοινωνική ευημερία.