Συρρίκνωση του ελληνικού μεταποιητικού τομέα τον Φεβρουάριο
Ανανεώθηκε:
Τα δεδομένα της τελευταίας έρευνας για τον ελληνικό Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών υπέδειξαν οριακή επιδείνωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου.
Η παραγωγή και οι νέες παραγγελίες εξακολούθησαν να μειώνονται, ως αποτέλεσμα της εξασθενημένης ζήτησης από την πλευρά των πελατών και των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν λόγω της επιδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), ενώ οι ρυθμοί συρρίκνωσης επιταχύνθηκαν.
Εν τω μεταξύ, οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού ήταν εμφανείς, καθώς η απόδοση των προμηθευτών επιδεινώθηκε σημαντικά. Κατά συνέπεια, η επιβάρυνση κόστους αυξήθηκε σημαντικά και με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Οκτώβριο του 2000.
Οι εταιρείες κατάφεραν να μετακυλίσουν μέρος της αύξησης των τιμών εισροών, καθώς οι τιμές χρέωσης αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2008.
Ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI® ) είναι ένας σύνθετος δείκτης της απόδοσης της μεταποιητικής οικονομίας.
Προέρχεται από δείκτες σχετικά με τις νέες παραγγελίες, την παραγωγή, την απασχόληση, τον χρόνο παράδοσης προμηθειών και τα αποθέματα προμηθειών. Οποιαδήποτε τιμή πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων υποδεικνύει συνολική βελτίωση των συνθηκών του τομέα.
Ο κύριος δείκτης PMI έκλεισε στις 49.4 μονάδες τον Φεβρουάριο, τιμή χαμηλότερη από τις 50.0 μονάδες του Ιανουαρίου, υποδεικνύοντας οριακή μείωση των λειτουργικών συνθηκών στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα. Η κύρια τιμή του δείκτη ενισχύθηκε εν μέρει από τη σημαντική επιδείνωση του χρόνου παράδοσης προμηθειών, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα αποτελούσε ένδειξη βελτίωσης των λειτουργικών συνθηκών.
Τα στοιχεία του Φεβρουαρίου υπέδειξαν άλλη μία μηνιαία συρρίκνωση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών, καθώς ο ρυθμός μείωσης επιταχύνθηκε. Τα συνεχιζόμενα περιοριστικά μέτρα λόγω COVID-19 και η ασθενής ζήτηση από την πλευρά των πελατών ήταν συχνά οι λόγοι που αναφέρθηκαν ως βασικοί παράγοντες της πτωτικής πορείας του δείκτη, ενώ ορισμένοι ανέφεραν το προσωρινό κλείσιμο των επιχειρήσεων των πελατών.
Η ζήτηση από το εξωτερικό περιορίστηκε επίσης, καθώς οι νέες παραγγελίες εξαγωγών μειώθηκαν περαιτέρω. Ως εκ τούτου, ο ρυθμός συρρίκνωσης ήταν ο βραδύτερος που έχει καταγραφεί από τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Οι έντονες διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού οδήγησαν σε ραγδαία άνοδο της επιβάρυνσης κόστους τον Φεβρουάριο, καθώς ο ρυθμός αύξησης επιταχύνθηκε για έβδομο συνεχή μήνα στον δριμύτερο που έχει καταγραφεί από τον Οκτώβριο του 2000. Επισημάνθηκαν επίσης ιδιαίτερα οι υψηλότερες τιμές πρώτων υλών και το μεγαλύτερο κόστος μεταφορών.
Η σημαντική αύξηση των πιέσεων επί του κόστους είχε σαν αποτέλεσμα οι εταιρείες να ανταποκριθούν αυξάνοντας τις τιμές πώλησης στα μέσα του πρώτου τριμήνου.
Ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων ήταν, σε γενικές γραμμές, έντονος και ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2008, καθώς οι εταιρείες προσπάθησαν να μετακυλίσουν μέρος της αύξησης της επιβάρυνσης κόστους στους πελάτες τους.
Οι μεγαλύτεροι χρόνοι παράδοσης προμηθειών συνέβαλαν σε περαιτέρω μείωση των επιπέδων αποθεμάτων, καθώς οι εταιρείες χρησιμοποίησαν τα τρέχοντα αποθέματα για την κάλυψη των απαιτήσεων της παραγωγής.
Οι ρυθμοί συρρίκνωσης των αποθεμάτων προμηθειών και ετοίμων προϊόντων επιταχύνθηκαν, ενώ τα αποθέματα των πρώτων μειώθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Ιούνιο του 2020.
Παράλληλα, η μειωμένη εισροή νεών παραγγελιών είχε ως αποτέλεσμα οι εταιρείες να περιορίσουν τον όγκο αδιεκπεραίωτων εργασιών με δριμύ ρυθμό τον Φεβρουάριο. Κατά συνέπεια, οι κατασκευαστές αύξησαν τον αριθμό εργαζομένων τους με μηδαμινό ρυθμό.
Τέλος, κατά μέσο όρο, τον Φεβρουάριο, οι εταιρείες του μεταποιητικού τομέα στην Ελλάδα παρέμειναν αισιόδοξες ως προς τις προοπτικές σχετικά με την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος. Σύμφωνα με αναφορές, η αισιοδοξία συνδέθηκε με τις ελπίδες για μια επιτυχημένη διάθεση των εμβολίων στην Ελλάδα και στις βασικές αγορές εξαγωγών.
Παρότι ο βαθμός εμπιστοσύνης εξασθένησε από αυτόν που παρατηρήθηκε τον Ιανουάριο, ήταν εντονότερος από τον αντίστοιχο που επί μακρόν έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας.