Μεγάλες προκλήσεις το 2021 προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος - Έως 11% η ύφεση το 2020
Ανανεώθηκε:
«Το δεύτερο κύμα της πανδημίας αυξάνει την αβεβαιότητα και καθυστερεί την ανάκαμψη». Αυτό αναφέρει η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο από τον Διοικητή της κεντρικής τράπεζας Γιάννη Στουρνάρα.
Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο που περιλαμβάνεται στην έκθεση (το οποίο υποθέτει ότι οι συνέπειες της πανδημίας θα είναι πιο έντονες και η ανάκαμψη της οικονομίας θα καταστεί δυσκολότερη), το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 11% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 3,2% και 4,5% το 2021 και το 2022 αντιστοίχως.
«Η πίεση που ασκείται στο δημόσιο σύστημα υγείας από την πανδημία αναμένεται να συνεχιστεί τους χειμερινούς μήνες. Αυτό ενδεχομένως θα οδηγήσει σε παράταση των περιοριστικών μέτρων σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο. Συνεπώς, η αυξημένη αβεβαιότητα όσον αφορά την εξέλιξη της πανδημίας και η αρνητική επίπτωσή της στο ΑΕΠ αναμένεται να συνεχιστούν και στις αρχές του 2021 και έως ότου καταστούν διαθέσιμα στο ευρύ κοινό αποτελεσματικά εμβόλια και φάρμακα για τον κορωνοϊό», αναφέρεται στην έκθεση και υπογραμμίζεται πως οι μακροοικονομικές προβλέψεις συνεχίζουν να εμπεριέχουν σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας και οι αρμόδιες εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές μπορούν να διατυπώσουν μόνο εκτιμήσεις με βάση εναλλακτικά σενάρια.
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2020, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, αναμένεται να επιδεινωθεί έναντι της πρόβλεψης του Ιουνίου και να διαμορφωθεί σε έλλειμμα της τάξεως του 7,3% του ΑΕΠ, εξαιτίας της μεγαλύτερης μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των επιπλέον δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Ωστόσο στην έκθεση αποσαφηνίζεται πως παρά την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της οικονομίας και τα δημοσιονομικά μεγέθη την περίοδο 2020-2022, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω της σύνθεσης του χρέους που αποτελείται κατά 80% από δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά και της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Κατ’ επέκταση, η εκτιμώμενη αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα.
Αναφορικά με τις εξελίξεις στις τράπεζες η έκθεση της ΤτΕ αναφέρει πως οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται, εξαιτίας της αποταμίευσης για λόγους πρόνοιας, της αναβολής καταναλωτικών και άλλων δαπανών, των άμεσων κρατικών ενισχύσεων που πιστώθηκαν στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων για τη στήριξη της ρευστότητάς τους και της χρήσης της δυνατότητας αναβολής πληρωμών δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων.
«Η πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αυξήθηκε το 2020, κυρίως ως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, αντανακλώντας τα μέτρα που θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση για την ενίσχυση των προγραμμάτων εγγυοδοσίας και συγχρηματοδότησης τραπεζικών πιστώσεων, καθώς και τα ευνοϊκά μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και τις εποπτικές διευκολύνσεις από την πλευρά του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού», σημειώνεται σχετικά.
Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση των προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, λόγω της επίπτωσης της πανδημίας, και της ζημίας συνεπεία της πώλησης μεγάλου όγκου κόκκινων δανείων μιας συστημικής τράπεζας, το αποτέλεσμα μετά από φόρους των τραπεζών το πρώτο 9μηνο του 2020 ήταν ζημιογόνο. Όσον αφορά στην κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2020 σε ικανοποιητικό επίπεδο (14,6% και 16,3% αντίστοιχα). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,9%.
Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση από το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτό το γεγονός κατι την ΤτΕ χρήζει αντιμετώπισης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της παρούσας στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Όπως τονίζεται στην έκθεση της κεντρικής τράπεζας, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν, σε ατομική βάση, στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2020 σε 58,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 9,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019 και κατά 48,5 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε υψηλός (35,8%) το Σεπτέμβριο του 2020. Επισημαίνεται ότι η υπαγωγή μεγάλου μέρους των ενήμερων δανείων σε καθεστώς προσωρινής αναστολής καταβολής δόσεων μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 2020 συγκράτησε την εισροή νέων ΜΕΔ. Σημειώνεται πάντως ότι το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος παραμένει πολύ υψηλό, ανεξαρτήτως αν τα ΜΕΔ των τραπεζών έχουν μειωθεί λόγω των μεταβιβάσεων σε φορείς εκτός τραπεζικού συστήματος.
Εντός του 2020 υλοποιήθηκαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ. Αυτές αφορούν την πραγματοποίηση τιτλοποιήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων με ενεργοποίηση του μηχανισμού “Ηρακλής” και την ψήφιση του νόμου 4738/2020 που βελτιώνει πολλές πτυχές του πτωχευτικού δικαίου. Καθώς όμως, ακόμη και μετά τις ενέργειες αυτές, τα ΜΕΔ θα παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο και δεδομένου ότι αναμένεται να υπάρξει νέα εισροή ΜΕΔ λόγω της πανδημίας, είναι απαραίτητο να εφαρμοστούν και άλλες, συμπληρωματικές του “Ηρακλή”, λύσεις.
Προϋποθέσεις
Τέλος, η έκθεση καταλήγει με τις προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ύφεσης και για την επιτάχυνση της ανάκαμψης.
Όπως σημειώνεται, μεσοπρόθεσμα απαιτούνται η αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, καθώς και η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.
«Σε μια οικονομία με υψηλό δημόσιο χρέος και περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, όπως η ελληνική, η δημοσιονομική επέκταση θα πρέπει να παραμείνει στοχευμένη και προσωρινού χαρακτήρα, ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του χρέους και να μην κινδυνεύσει να μετατραπεί η πανδημική κρίση σε μια κρίση χρέους. Επιπλέον, το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και κατά συνέπεια στον περιορισμό του κινδύνου αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους.Μετά την πανδημία, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει και πάλι να εστιάσει στη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων και στην επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας, ώστε να εξασφαλιστεί η μακροχρόνια βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών», σημειώνει η έκθεση της ΤτΕ.