ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Θεσμοί: «Πράσινο φως» για τη δόση των 767 εκατ. ευρώ – Προειδοποιήσεις για το ελληνικό χρέος

Θεσμοί: «Πράσινο φως» για τη δόση των 767 εκατ. ευρώ – Προειδοποιήσεις για το ελληνικό χρέος
INTIME

Τις αυξημένες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα λόγω της πανδημίας αποτυπώνει η όγδοη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Η Κομισιόν προβλέπει για το 2020 ύφεση μεγαλύτερη του 9% του ΑΕΠ, πρωτογενές έλλειμμα άνω του 4,4%, δημόσιο χρέος πάνω από το 207% του ΑΕΠ και ανεργία κοντά στο 18% και προειδοποιεί πως εάν μεσοπρόθεσμα δεν υπάρξει επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης θα ενσκήψει πρόβλημα με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Το συμπέρασμα της αξιολόγησης είναι πως η Ελλάδα έχει αναλάβει τις απαραίτητες ενέργειες για την επίτευξη των ειδικών μεταρρυθμιστικών της δεσμεύσεων 2019 και ότι υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την  αποδέσμευση της δόσης των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, συνολικού ύψους 767 εκατ. ευρώ από το Eurogroup.

Σύμφωνα με την έκθεση των θεσμών, παρά την πρόσφατη αύξηση των λοιμώξεων, η Ελλάδα κατάφερε μέχρι στιγμής να συγκρατήσει την εξάπλωση του κορωνοϊού συγκριτικά σε καλά επίπεδα.

«Οι αρχές ενισχύουν την ετοιμότητα του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και επεκτείνουν την ικανότητα ελέγχου σε αυτό, ενώ παράλληλα επεκτείνουν και προσαρμόζουν το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων και των μέτρων ρευστότητας που βοηθούν τα άτομα και τις επιχειρήσεις που πλήττονται από την πανδημία.


Αυτά τα μέτρα συμβάλλουν στη μείωση του κοινωνικού και οικονομικού κόστους της πανδημίας, αλλά σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής 2020, η ελληνική οικονομία αναμένεται να υποστεί μία από τις μεγαλύτερες πτώσεις της οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ, λόγω της υψηλής έκθεσής της στον τουρισμό, αλλά και λόγω του μεγάλου μεριδίου των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν περιορισμένη ικανότητα προσαρμογής.


Το lockdown τριών εβδομάδων που ανακοινώθηκε στις 5 Νοεμβρίου, και η πιθανή παράτασή του ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας, θα μπορούσε να αποδυναμώσει τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές περισσότερο από ό, τι υποτίθεται σήμερα», αναφέρει η έκθεση.

Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρά τις πολύ δύσκολες συνθήκες, οι οποίες απαιτούσαν την εστίαση σε πιο άμεσες προτεραιότητες, η Ελλάδα έχει αυξήσει σημαντικά τον ρυθμό της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων τους τελευταίους μήνες.

Ενδεικτικά η έκθεση εστιάζει στις εξής μεταρρυθμίσεις:

-Στο νέο πτωχευτικό κώδικα, ο οποίος κατά τους θεσμούς είναι «μια σημαντική μεταρρύθμιση του πλαισίου αφερεγγυότητας, το οποίο αναμένεται να διευκολύνει την επίλυση των βασικών προκλήσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα».

-Στο νέο μισθολόγιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, το οποίο εκτιμάται πως θα ενισχύσει την ικανότητά της ΑΑΔΕ να προσελκύει και να διατηρεί προσωπικό υψηλού επιπέδου.

-Σε δημοσιονομικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως το σύστημα ενιαίου λογιστικού του Δημοσίου, οι μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων, η επιτάχυνση της εφαρμογής των δημοσίων επενδύσεων και η εκκαθάριση καθυστερούμενων οφειλών του Δημοσίου.

-Στη δημόσια διοίκηση, όπου οι θεσμοί καταγράφουν σταθερή πρόοδο στον εκσυγχρονισμό της διαχείρισης ανθρώπινων πόρων και επικροτούν την έναρξη μιας ενιαίας διαδικασίας επιλογής για ανώτερες διευθυντικές θέσεις σε φορείς του δημόσιου τομέα.

-Στην ενέργεια, όπου η έναρξη του μοντέλου στόχου για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει υλοποιηθεί από την 1η Νοεμβρίου 2020, εκπληρώνοντας μια μακροχρόνια δέσμευση.

Για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων η έκθεση αναφέρει πως η πρόοδος προς την ολοκλήρωση της επανεκτίμησης των αξιών έχει επιβραδυνθεί. «Αυτή ήταν μια ειδική δέσμευση στα μέσα του 2020, η ολοκλήρωση της οποίας έχει πλέον προγραμματιστεί για τα μέσα του 2021», σημειώνεται σχετικά.

Η έκθεση της Κομισιόν εστιάζει στην μεγάλη αξία που θα έχει μεσοπρόθεσμα η αποτελεσματική και κατάλληλη χρήση των πόρων που θα διατεθούν στην Ελλάδα από Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Όπως σημειώνεται, οι πόροι αυτοί θα μπορούσαν να βοηθήσουν την ελληνική οικονομία να ανακάμψει από την τρέχουσα κρίση και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που συνεχίζει να αντιμετωπίζει, παρά την επιτευχθείσα πρόοδο.

«Οι επίμονες προσπάθειες μεταρρύθμισης για την αντιμετώπιση των υπόλοιπων τρωτών σημείων είναι ουσιώδεις. Τα σημαντικά κεφάλαια που η Ελλάδα δικαιούται να λάβει μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά και κατάλληλα, μπορούν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων τα επόμενα χρόνια», σημειώνεται στην έκθεση και προστίθεται πως οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις, ως μέρος του επερχόμενου σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να βασιστούν και να συμπληρώσουν τις προηγούμενες και τις τρέχουσες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της ενισχυμένης διαδικασίας επιτήρησης.

Η βιωσιμότητα του χρέους

Η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας των θεσμών εμπεριέχει και ανάλυση βιωσιμότητάς του χρέους, η οποία υιοθετεί διάφορα σενάρια και παραδοχές.

«Παρά την επιδείνωση των βραχυπρόθεσμων προοπτικών, το βασικό σενάριο δείχνει μια επάνοδο σε μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Βραχυπρόθεσμα, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί από 180,5% του ΑΕΠ το 2019 σε πάνω από 207% του ΑΕΠ το 2020.

Ωστόσο, καθώς τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας αναμένεται να είναι προσωρινά και η οικονομία προβλέπεται να αρχίσει να ανακάμπτει το 2021, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να ακολουθήσει μια πτωτική τάση από το 2021. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται πως θα κυμανθούν γύρω στο 15% του ΑΕΠ για τα επόμενα 20 χρόνια, πριν μειωθούν στο 13% περίπου του ΑΕΠ έως το 2060», σημειώνεται χαρακτηριστικά. Τα αποτελέσματα αυτής της βασικής προσομοίωσης υποστηρίζονται κυρίως από τις προσδοκώμενες ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, το μεγάλο μερίδιο του χρέους που χρηματοδοτείται με χαμηλά επιτόκια και είναι στα χέρια του επίσημου τομέα και από τη μεγάλη διάρκεια του χρέους που βρίσκεται σε εκκρεμότητα.

Τα πιο δυσμενή σενάρια που έτρεξαν οι θεσμοί για το χρέος υποδηλώνουν ότι υψηλότερα ποσοστά αναχρηματοδότησης τους χρέους θα επιδεινώσουν τις προοπτικές, ειδικά εάν συνδυαστούν με χαμηλή ανάπτυξη. «Οι βασικές παραδοχές υπόκεινται σε αβεβαιότητες. Οι όροι χρηματοδότησης του χρέους θα μπορούσαν να αποδειχθούν λιγότερο ευνοϊκοί από τους υποτιθέμενους, ιδίως πέραν του μεσοπρόθεσμου ορίζοντα», σημειώνεται σχετικά.

Στο σημείο αυτό η Επιτροπή συσχετίζει τη βιωσιμότητά του χρέους με την επιτυχία της εφαρμογής του σχεδίου που εκπονήθηκε από την «Επιτροπή Πισσαρίδη» και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

«Σε ένα σενάριο στο οποίο η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι χαμηλότερη από την εκτιμώμενη, εκτός από την ύπαρξη υψηλότερου ασφαλίστρου κινδύνου, το επίπεδο χρέους θα παραμείνει υψηλό μακροπρόθεσμα και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβούν το 20% του ΑΕΠ από τα μέσα της δεκαετίας του 2030, σηματοδοτώντας μη βιωσιμότητα του χρέους», σημειώνεται στην έκθεση. Υπογραμμίζεται δε πως υπό αυτό το σενάριο η ανάπτυξη θα παραμείνει κάτω από εκείνη της ζώνης του ευρώ μακροπρόθεσμα, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία της υλοποίησης της αναπτυξιακής ατζέντας του σχεδίου της «Επιτροπής Πισσαρίδης» και την αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης , προκειμένου να επιτευχθεί αύξηση της δυνητικής ανάπτυξης μέσω επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.

Το τραπεζικό σύστημα

Αναφορικά με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα οι θεσμοί αναφέρουν πως ενώ οι διευκολυντικές νομισματικές πολιτικής επέτρεψαν στις ελληνικές τράπεζες να επωφεληθούν από τις ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας, οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας αναμένεται να συμπιέσουν την ήδη χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών στο μέλλον.

«Η προσωρινή χαλάρωση των εποπτικών απαιτήσεων ασφάλειας για τις πιστωτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος και οι όροι για στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης επέτρεψαν στις τράπεζες να αυξήσουν τα διαθέσιμα τους. Αυτό υποστηρίχθηκε περαιτέρω από την αύξηση των καταθέσεων από τον Μάρτιο, κυρίως λόγω των εταιρειών που επιδιώκουν να συσσωρεύσουν ρευστότητα εν μέσω της πανδημίας και μια λιγότερο έντονη αλλά σταθερή ανοδική τάση στις καταθέσεις των νοικοκυριών», αναφέρεται στην έκθεση.

Όσον αφορά στα κέρδη των τραπεζών σημειώνεται πως η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών εξακολούθησε να είναι μια από τις χαμηλότερες στη ζώνη του ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2020 και αναμένεται να υποστεί πρόσθετη πίεση λόγω των υψηλών προβλέψεων, την αβεβαιότητα που σχετίζεται με το νέο εταιρικό δανεισμό το επόμενο έτος και τον μικτό αντίκτυπο των συνεχιζόμενων τιτλοποιήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι οποίες – πέρα από τη θετική επίδραση στο κόστος κινδύνου των τραπεζών - θα επιβαρύνουν τα καθαρά έσοδα από τόκους.

«Η χαμηλή κερδοφορία σε συνδυασμό με το κόστος των επερχόμενων τιτλοποιήσεων και η σταδιακή κατάργηση των μεταβατικών ρυθμίσεων προληπτικής εποπτείας ενδέχεται να θέσουν προκλήσεις για την κεφαλαιακή θέση των τραπεζών, ενώ η εξάρτηση από περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με το κράτος πρόκειται να αυξηθεί. Ο μέσος δείκτης κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 σε ενοποιημένη βάση ανήλθε στο 14,7% των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων στα τέλη Ιουνίου 2020, πάνω από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις», τονίζεται στην έκθεση.

Για τα «κόκκινα» δάνεια αναφέρεται πως η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνεχίστηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2020, αν και με βραδύτερο ρυθμό από ό, τι νωρίτερα, και υποστηρίχθηκε από το μορατόριουμ των τραπεζών λόγω του κορωνοϊού. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνεχίστηκε να μειώνεται και έφτασε το 36,7% τον Ιούνιο του 2020, παραμένοντας ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ.

«Το μεγάλο μερίδιο των δανείων που έθεσαν οι τράπεζες υπό αναστολή υποδηλώνει σημαντικό κίνδυνο αυξημένων αναγκών προβλέψεων μετά τη λήξη τους και επιδείνωση των αντίστοιχων δεικτών ποιότητας περιουσιακών στοιχείων», επισημαίνουν οι θεσμοί.

Τέλος, σημειώνεται πως οι τιτλοποιήσεις στο πλαίσιο του «Ηρακλή», οι οποίες αναμένεται να ολοκληρωθούν το πρώτο εξάμηνο του 2021, αποτελούν το βασικό στοιχείο της στρατηγικής των τραπεζών για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.