Το lockdown προκαλεί καθυστερήσεις σε συμψηφισμούς και επιστροφές φόρων
Ανανεώθηκε:
Η φορολογική διοίκηση έχει έρθει το τελευταίο οκτάμηνο αντιμέτωπη με ένα τεράστιο φόρτο εργασίας και με ειδικές συνθήκες λειτουργίας, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να καταγράφονται καθυστερήσεις τόσο στην επιστροφή όσο και στους συμψηφισμούς φόρων.
Η πλέον ενδεικτική περίπτωση καθυστερήσεων αφορά στους συμψηφισμούς οφειλών των επιχειρήσεων που προχώρησαν μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου σε εφάπαξ πληρωμή των οφειλών τους και κατοχύρωσαν έτσι την έκπτωση φόρου 25%, η οποία θα συμψηφιζόταν με μελλοντικές οφειλές.
Σε αρκετές περιπτώσεις οι συμψηφισμοί φορολογικών οφειλών με την προαναφερόμενη έκπτωση δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.
Η σχετική ρύθμιση προέβλεπε πως συμψηφίζεται ποσοστό 25% επί των βεβαιωμένων οφειλών (μη ληξιπρόθεσμων) στις εφορίες και στα Ελεγκτικά Κέντρα, καθώς και των δόσεων ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής, με άλλες βεβαιωμένες οφειλές ή δόσεις ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής, οι οποίες έχουν καταληκτικές ημερομηνίες καταβολής από τις 31/07/2020 και μετά.
Προϋπόθεση για να λάβει κάποιος την έκπτωση του 25% είναι να έχει εξοφλήσει τους φόρους του εμπρόθεσμα από τις 11/03/2020 μέχρι και τις 30/6/2020.
Από το ανωτέρω ευεργέτημα συμψηφισμού - έκπτωσης 25% εξαιρούνται οι οφειλές από ΦΠΑ και παρακρατούμενους φόρους εκτός εάν τελούν σε καθεστώς ρύθμισης τμηματικής καταβολής, οι οφειλές υπέρ αλλοδαπού Δημοσίου είτε είναι ρυθμισμένες είτε όχι, οι οφειλές που προέρχονται από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων και οι δόσεις ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής βάσει δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής.
Αλλά εκτός από τους προαναφερόμενους συμψηφισμούς καθυστερήσεις καταγράφονται και στην επιστροφή οφειλόμενου από τη φορολογική διοίκηση φόρου.
Αυτές αφορούν κυρίως στην επιστροφή ΦΠΑ σε ειδικές επαγγελματικές κατηγορίες.
Αν και στο 95% των υποθέσεων η επιστροφή ΦΠΑ από την ΑΑΔΕ γίνεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε ένα 5% των υποθέσεων καταγράφονται καθυστερήσεις που εν πολλοίς απορρέουν και με τα μεγάλα ποσά φόρου που πρέπει να επιστραφούν.
Σε αυτές τις υποθέσεις - για τις οποίες έχει ενημερωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή- συγκαταλέγονται και περιπτώσεις επιχειρήσεων που εμπορεύονται πολύτιμα μέταλλα ή κάνουν εξαγωγικό εμπόριο.