ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Γραφείο Προϋπολογισμού: Δημοσιονομικά ρίσκα και αβεβαιότητες στο προσχέδιο Προϋπολογισμού 2021

Γραφείο Προϋπολογισμού: Δημοσιονομικά ρίσκα και αβεβαιότητες στο προσχέδιο Προϋπολογισμού 2021
Pixabay

Δημοσιονομικά ρίσκα εντοπίζει στο προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2021 το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, επισημαίνοντας πως η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων ενδεχομένως να μην επιτρέψει την επαναφορά των δημόσιων εσόδων στα επίπεδα που εκτιμά η κυβέρνηση.

Στη ίδια βάση, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή τάσσεται υπέρ της στόχευσης των καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών του Δημοσίου σε υγεία και εκπαίδευση, κάτι που όπως τονίζει θα έχει εν μέσω κορωνοϊού ισχυρότερες θετικές επιπτώσεις, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

Κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή το προσχέδιο προϋπολογισμού 2021 κατατίθεται σε συνθήκες πρωτόγνωρης υγειονομικής και οικονομικής κρίσης που καθιστούν εκ των πραγμάτων αβέβαιες τόσο τις μακροοικονομικές όσο και τις δημοσιονομικές του προβλέψεις.

Οι μακροοικονομικές προβλέψεις αναφέρουν ύφεση 8,2% το 2020 και ανάκαμψη 7,5% το 2021. Όσον αφορά στο 2020, η πρόβλεψη του προσχεδίου είναι κοντά στο σενάριο μέτριας προσαρμογής του Γραφείου Προϋπολογισμού (-8,5%) αλλά πιο αισιόδοξη από το σενάριο της αργής προσαρμογής (-9,4%). Για το 2021, η πρόβλεψη του προσχεδίου είναι αρκετά πιο αισιόδοξη από τις αντίστοιχες προβλέψεις διεθνών οργανισμών (ΕΕ 6%, ΟΟΣΑ 4,5%, ΔΝΤ 5,1%).

Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή οι δημοσιονομικές προβλέψεις του προσχεδίου αποτυπώνουν μια μεγάλη δημοσιονομική επιδείνωση για το τρέχον έτος που οδηγεί σε συνολικό έλλειμμα 14,7 δισ. . ευρώ ή 8,6% του ΑΕΠ σε όρους ESA ενώ το πρωτογενές έλλειμμα του 2020 εκτιμάται στα 9,7 δισ. ευρώ (5,7% ΑΕΠ) σε όρους ESA και στα 10,6 δισ. ευρώ (6,2% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας. Σε σχέση με το 2019, η πρωτογενής επιδείνωση του 2020 φτάνει κοντά στα 18 δισ. ευρώ (10,1% ΑΕΠ) σε όρους ESA και τα 17,2 δισ. ευρώ (9,7% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας.

Για το 2021, προβλέπεται μια σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών που οδηγούν στον περιορισμό του συνολικού ελλείμματος στα 6,9 δισ. ευρώ ή 3,7% του ΑΕΠ σε όρους ESA. Το πρωτογενές έλλειμμα του 2021 εκτιμάται στα 2,1 δισ. ευρώ (1,1% ΑΕΠ) σε όρους ESA και στα 1,9 δισ. ευρώ (1% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας.

Οι προβλέψεις για το 2021 ισοδυναμούν με μια πρωτογενή βελτίωση σε σχέση με το 2020 κατά 7,6 δισ. ευρώ (4,6% ΑΕΠ) σε όρους ESA και 8,8 δισ. ευρώ (5,2% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας.

«Οι μεταβολές των δημοσιονομικών μεγεθών προέρχονται τόσο από τις διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας, όσο και από τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόζονται για την αντιμετώπισή της. Η διάκριση, ωστόσο, μεταξύ αυτών των δύο πηγών δεν είναι ξεκάθαρη», τονίζεται στην γνώμη του Γραφείου Προϋπολογισμού.

Όπως εξηγεί, ο λόγος είναι πως η κρίσιμη δημοσιονομική επίπτωση της οικονομικής δραστηριότητας προέρχεται από την πλευρά των εσόδων (φόρων και ασφαλιστικών εισφορών), μεγάλο μέρος των οποίων είτε βρίσκεται σε αναστολή είτε καλύπτεται από το κράτος. Η συνολική μείωση των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές το 2020 είναι σχεδόν 8 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 4,3 δισ. μπορούν να αποδοθούν στα επεκτατικά μέτρα των εσόδων και τα υπόλοιπα 3,7 στην οικονομική ύφεση. Ωστόσο, κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού η ακρίβεια αυτής της διάκρισης είναι αμφίβολη γιατί ένα μέρος των επιχειρήσεων που έκανε χρήση των σχετικών μέτρων, πιθανότατα θα αδυνατούσε να πληρώσει ούτως ή άλλως, ακόμα και χωρίς τα μέτρα.

Αντίστοιχα, το 2021 παύουν να υφίστανται τα επεκτατικά μέτρα του προηγούμενου έτους (4,3 δισ. ευρώ) αλλά προστίθενται νέα επεκτατικά μέτρα ύψους σχεδόν 1,5 δισ. ευρώ (κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών) καταλήγοντας σε μια καθαρή παρέμβαση αύξησης των εσόδων κατά 2,8 δισ. ευρώ. Με δεδομένο ότι η συνολική αύξηση των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές το 2021 φτάνει τα 5,9 δισ. ευρώ, τα υπόλοιπα 3,1 δισ. ευρώ μπορούν να αποδοθούν στην οικονομική ανάκαμψη. «Αυτό και πάλι δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβής εκτίμηση αφού ούτε τώρα γνωρίζουμε πόσες από τις επιχειρήσεις που αδυνατούσαν να πληρώσουν το 2020 θα μπορέσουν να το κάνουν το 2021», σημειώνεται σχετικά.

Για τις επιπτώσεις από την πλευρά των δαπανών το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει πως είναι περισσότερο ξεκάθαρες και εντοπίζονται στις μεταβιβάσεις του κρατικού προϋπολογισμού (εκτός γενικής κυβέρνησης) και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) καθώς και στις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ).

Το ύψος των δύο πρώτων (μεταβιβάσεις κράτους και ΟΚΑ) αυξάνεται κατά 6,5 περίπου δισ. ευρώ το 2020, κυρίως λόγω της επιστρεπτέας προκαταβολής (3 δισ. ) της ειδικής αποζημίωσης εργαζομένων και επιστημόνων (1,3 δισ. ) και των 3 αναδρομικών συντάξεων (1,4 δισ. ) αλλά μειώνεται κατά 6 δισ. ευρώ το 2021, δηλαδή εξαλείφεται σχεδόν εξολοκλήρου. Από την άλλη πλευρά, οι δαπάνες υπό κατανομή (όπου συμπεριλαμβάνονται και οι δαπάνες ΠΔΕ) αυξάνονται κατά 4,4 δισ. ευρώ το 2020, κυρίως λόγω του υπόλοιπου της επιστρεπτέας προκαταβολής (1 δισ. ), της αποζημίωσης ειδικού σκοπού για αυτοαπασχολούμενους και μικρές επιχειρήσεις (500 εκατ.) καθώς και των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας όπως το ταμείο εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και το κεφάλαιο κίνησης του ΤΕΠΙΧ ΙΙ (2,6 δισ. ευρώ). Οι δαπάνες υπό κατανομή αυξάνονται κατά επιπλέον 1,6 δισ. ευρώ το 2021 προκειμένου να συμπεριλάβουν τις πιστώσεις για τη χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

«Συμπερασματικά, το προσχέδιο προϋπολογισμού 2021 περιέχει μεγάλες αβεβαιότητες στις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές του προβλέψεις που οφείλονται στις αντικειμενικές συνθήκες εντός των οποίων σχεδιάστηκε», σημειώνεται εμφατικά.
Για τις προτεραιότητες για το 2021 το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει πως είναι η σταδιακή αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και η στήριξη της ανάκαμψης και πως η επίτευξη αυτών των στόχων προϋποθέτει την άρση των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων και τη γρήγορη επαναφορά της ελληνικής οικονομίας. Σχετικά με την άρση των δημοσιονομικών μέτρων, το Γραφείο Προϋπολογισμού θεωρεί πως η πρόβλεψη για την επαναφορά των δημόσιων δαπανών το 2021 – ή για την κάλυψή τους από την εισροή ευρωπαϊκών πόρων – μπορεί να θεωρηθεί σχετικά ασφαλής.
Ωστόσο, τονίζει πως αυτό δεν ισχύει για την επαναφορά των δημόσιων εσόδων που περιλαμβάνουν και την αποπληρωμή μέρους των υποχρεώσεων που έχουν ανασταλεί για το 2020. Αυτό θα εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και τη δυνατότητά τους να αντεπεξέλθουν στις συσσωρευμένες υποχρεώσεις τους. Σε κάθε περίπτωση, το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει πως αποτελεί ένα σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο που θα πρέπει να παρακολουθείται στενά.
«Η ταχύτητα επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας το 2021 θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων είναι η εξέλιξη της ίδιας της πανδημίας, η χρήση των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και η αποτελεσματικότητα των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόζονται ήδη. Από την πλευρά μας επισημαίνουμε ότι η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής επέκτασης δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος της αλλά και από τη σύνθεσή της», επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού.

Κατά τους οικονομολόγους του Γραφείου Προϋπολογισμού η επέκταση μέσω μεταβιβάσεων και φορολογικών/ασφαλιστικών αναστολών και απαλλαγών είναι φυσικά απαραίτητη για την προστασία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ωστόσο έχει μόνο έμμεση οικονομική επίδραση (μέσω της κατανάλωσης) και όχι άμεση καθώς οι συγκεκριμένες συναλλαγές δεν προσμετρώνται στο ΑΕΠ. Αντίθετα, η επέκταση μέσω αγορών αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή μέσω δημόσιας κατανάλωσης και επένδυσης, μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικότερο εργαλείο για την οικονομική ανάκαμψη. Σε αυτό το πλαίσιο, οι καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες για τη δημόσια υγεία και εκπαίδευση θα είχαν ισχυρότερες θετικές επιπτώσεις, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.