ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ο κορωνοϊός επιταχύνει τη «μάχη» επίσημου – ιδιωτικού τομέα για το ελληνικό χρέος

Ο κορωνοϊός επιταχύνει τη «μάχη» επίσημου – ιδιωτικού τομέα για το ελληνικό χρέος
AP Photo/Petr David Josek

Ο κορωνοϊός ήρθε να ανατρέψει τη μεσοπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης του ελληνικού χρέους αυξάνοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας και επιβαρύνοντας τα δημοσιονομικά μεγέθη.

Είναι ενδεικτικό πως μέσα στο 2020 η Ελλάδα έχει αναγκαστεί να βγει στις αγορές 4 φορές και έχει ήδη αντλήσει 10 δισ. ευρώ, όταν ο αρχικός προγραμματισμός μιλούσε για δανεισμό εφέτος έως 8 δισ. ευρώ.

Μάλιστα έως το τέλος του έτους θα υπάρξει νέα έξοδος στις αγορές και έτσι το σχετικό ποσό του νέου δανεισμού πιθανότατα να ξεπεράσει τα 12 δισ. ευρώ.

Αλλά ο νέος δανεισμός δεν είναι απλά χρέος που θα βαρύνει πρόσθετα τις υποχρεώσεις του Δημοσίου τα επόμενα έτη.

Είναι και κόστος που δεν είχε υπολογισθεί στις εκθέσεις βιωσιμότητας των θεσμών προ κορωνοϊού. Είναι ενδεικτικό πως το ετήσιο μέσο σταθμικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους έχει σκαρφαλώσει στο 1,93%, έναντι 1,68% το 2019. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως με τις νέες εκδόσεις το κομμάτι του χρέους που ανήκει σε ιδιώτες επενδυτές αυξάνεται έναντι του χρέους που βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα και το οποίο φέρει πολύ χαμηλό επιτόκιο.

Αν και σήμερα το χρέος ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερο από ό, τι σε πολλές χώρες της ζώνης του ευρώ, ωστόσο η εξυπηρέτηση του χρέους ανά εργαζόμενο παραμένει συγκρίσιμη με εκείνη των άλλων χωρών της ευρωζώνης, δεδομένου του ευνοϊκού προφίλ του ελληνικού χρέους. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει. Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα το μεσοπρόθεσμο χρέος και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας να παύσουν να φαίνονται διαχειρίσιμες.

Μέχρι τις αρχές του έτους τα νούμερα έδειχναν πως σε ορίζοντα δεκαετίας οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος θα ήταν στο 8% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Πλέον το νούμερο αυτό αγγίζει το 10% του ΑΕΠ.

Να τονισθεί πως προ οκταμήνου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζοντας το ύψος των χρηματοδοτικών αναγκών εκτιμούσε -με τα τότε δεδομένα - πως το ελληνικό χρέος ήταν βιώσιμο τουλάχιστον έως το 2032.

Στο τότε βασικό σενάριο της ΕΕ οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα διατηρούνταν μέτριες, γύρω στο 10% του ΑΕΠ ως το 2032. Στη συνέχεια, θα άρχιζαν να αυξάνουν ελαφρά, αλλά θα διατηρούνταν γύρω στο 14% του ΑΕΠ ως το 2060.

Στο αρνητικό σενάριο της ΕΕ οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος θα έφθαναν στο 20% του ΑΕΠ το 2042 και θα συνέχιζαν ανοδικά.

Με την κατάσταση που έχει διαμορφώσει σήμερα ο κορωνοϊός η δυναμική του ελληνικού χρέους και οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας κινούνται ακόμη πιο αρνητικά από το αρνητικό σενάριο της ΕΕ.

Αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει πως η ευρωζώνη θα έρθει αντιμέτωπη νωρίτερα από ότι περίμενε με το «δίλημμα» μιας νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, κάτι που θα δείξει στην πράξη πως το ελληνικό χρέος που διακρατά ο επίσημος τομέας δεν έχει την «αυξημένη προτεραιότητα» (seniority) στην εξόφλησή του που κάποιοι θέλουν να εμφανίζουν και πως η ασφάλεια των ιδιωτών επενδυτών προέχει, έναντι των Ευρωπαίων φορολογουμένων.