«Παγώνουν» αναδρομικά οι ποινικές διώξεις για λαθρεμπόριο και φοροδιαφυγή
Ανανεώθηκε:
Διάταξη που περιλαμβάνεται σε νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που δόθηκε σήμερα σε διαβούλευση «παγώνει» αναδρομικά τις ποινικές διώξεις για λαθρεμπόριο και φοροδιαφυγή, μέχρι την οριστικοποίηση της διοικητικής πράξης επιβολής της κύρωσης ή μέχρι τη σχετική αμετάκλητη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου.
Η εν λόγω ρύθμιση καταλαμβάνει και ποινικές υποθέσεις που βρίσκονται ήδη στο ακροατήριο.
Με το ίδιο νομοσχέδιο καταργούνται οι υφιστάμενες διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ο οποίος προβλέπει α) πως εάν με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, β) πως η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία και γ) πως εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής υποβάλλεται αμελλητί μηνυτήρια αναφορά από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ή από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης ή από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας και η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.
Πώς το υπουργείο Δικαιοσύνης δικαιολογεί αυτή την αμφιλεγόμενη αλλαγή στη νομοθεσία που έχει ως αποτέλεσμα να παγώσουν οι διώξεις και οι δίκες κατηγορουμένων για λαθρεμπόριο και φοροδιαφυγή;
Η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου σημειώνει τα εξής:
«Μετά από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 30ης.4.2015 στην υπόθεση Καπετάνιος κλπ. κατά Ελλάδας, με την οποία κρίθηκε ότι σε περίπτωση λαθρεμπορίας που τιμωρείται τόσο ποινικά όσο και διοικητικά, τυχόν αμετάκλητη αθώωση, έστω και λόγω αμφιβολιών, του υπαιτίου από το ποινικό δικαστήριο αποκλείει, λόγω της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem του άρθρου 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, τη δυνατότητα επιβολής της διοικητικής κύρωσης του πολλαπλού τέλους για την λαθρεμπορία, έχουμε οδηγηθεί στην πλήρη αδυναμία επιβολής χρηματικών διοικητικών κυρώσεων στους παραβάτες, όχι μόνο αν αθωωθούν, αλλά ακόμη και αν καταδικασθούν από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο.
Και τούτο διότι, κατά τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, ως ποινή, η οποία δεν μπορεί να επιβληθεί δύο φορές για την ίδια παράβαση, θεωρείται και η χρηματική διοικητική κύρωση, για την οποία, μάλιστα, λαμβάνεται υπόψη το προβλεπόμενο από τη σχετική εθνική νομοθεσία ανώτατο όριο και όχι το, τυχόν χαμηλότερο, επιβληθέν στη συγκεκριμένη περίπτωση ποσό (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 16.6.2009, Müller-Hartburg κατά Αυστρίας).
Έτσι, όμως, όχι μόνο δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί ο επιτακτικός σκοπός δημοσίου συμφέροντος της περιστολής της διαφυγής καταβολής δασμών, αλλά παράλληλα οδηγούμαστε και σε σημαντική υστέρηση εσόδων του Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της αδυναμίας είσπραξης των χρηματικών κυρώσεων και, σε κάποιες περιπτώσεις, των αντίστοιχων δασμών. Σημειώνεται ότι μόνο το έτος 2019, εκδόθηκαν σχετικά 10.657 καταλογιστικές πράξεις και καταλογίστηκαν 245.552.299 ευρώ (πρόστιμα, πολλαπλά τέλη, δασμοί) και, όπως είναι προφανές, οι ετήσιες απώλειες του Ελληνικού Κράτους από τη λαθρεμπορία είναι πολλαπλάσιες. Ενόψει των ανωτέρω, με την παρ. 1 του προτεινόμενου άρθρου προβλέπεται ότι σε περίπτωση λαθρεμπορίας, η έναρξη της διοικητικής διαδικασίας επιβολής της σχετικής διοικητικής κύρωσης του πολλαπλού τέλους συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της σχετικής ποινικής διαδικασίας και την αναστολή της παραγραφής του αντίστοιχου ποινικού αδικήματος που διαρκούν, κατά περίπτωση, μέχρι την οριστικοποίηση της διοικητικής πράξης επιβολής της κύρωσης του πολλαπλού τέλους ή, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αυτής, μέχρι τη σχετική αμετάκλητη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου.
Η ρύθμιση αυτή βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την απόφαση 359/2020 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την έννοια και τον τρόπο εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, με την οποία κρίθηκε ότι η ποινική διαδικασία περί λαθρεμπορίας προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την έκδοση σχετικής διοικητικής καταλογιστικής πράξεως, εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο μπορεί να ανατραπεί (εν όλω ή εν μέρει) μόνον μέσω της ακυρώσεως ή της τροποποιήσεώς της από τον διοικητικό δικαστή, που είναι, κατά το Σύνταγμα, ο «φυσικός» δικαστής του ελέγχου του νόμω και ουσία βασίμου της. Έτσι, ο ποινικός δικαστής, όταν θα επιλαμβάνεται της υπόθεσης, θα έχει πλέον στη διάθεσή του την αμετάκλητη κρίση του διοικητικού δικαστή ως προς τη νομιμότητα της καταλογιστικής πράξεως, η οποία είναι κρίσιμη τόσο για την καταδίκη ή την απαλλαγή του κατηγορούμενου όσο και για την επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν τεθεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Παράλληλα, με την εισαγόμενη ρύθμιση αντιμετωπίζονται, προς την ίδια κατεύθυνση, τα αντίστοιχα ζητήματα που δημιουργούνται ως προς την επιβολή και την είσπραξη των ως άνω χρηματικών κυρώσεων και των αντίστοιχων δασμών λόγω της εφαρμογής από τα διοικητικά δικαστήρια της χώρας μας του τεκμηρίου αθωότητας, έτσι όπως κατοχυρώνεται στην παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ως προς το οποίο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών.
Για όλους τους ως άνω λόγους, προβλέπεται, επίσης, με τις ρυθμίσεις των παρ. 2, 3 και 4 του προτεινόμενου άρθρου ότι η έκδοση εκτελεστής πράξης της φορολογικής αρχής που αποτελεί τη βάση για το ποινικό αδίκημα της φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 (Α ’170), συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της σχετικής ποινικής διαδικασίας και την αναστολή της παραγραφής του ποινικού αδικήματος της φοροδιαφυγής, που διαρκούν, κατά περίπτωση, μέχρι την οριστικοποίηση της διοικητικής πράξης ή, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αυτής, μέχρι τη σχετική αμετάκλητη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου».