Η ΕΚΤ, η ανάγκη ολοκλήρωσης της ΟΝΕ και τα ελληνικά Μνημόνια
Ανανεώθηκε:
Μελέτη της ΕΚΤ εξετάζει το πως συγκεκριμένα γεγονότα της περιόδου 2008 - 2017 επέδρασαν στην οικονομία της ευρωζώνης και στην επενδυτική εμπιστοσύνη και «επιμόλυναν» τη διεθνή οικονομία, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να καταδείξει πως η μη ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης αποτελεί μια εν δυνάμει πηγή αδυναμίας για την παγκόσμια οικονομία.
Η μελέτη εξετάζει τις επιπτώσεις που είχαν τα τρία ελληνικά Μνημόνια, αλλά και το δημοψήφισμα του 2015 στην οικονομία της ευρωζώνης, αναφέρεται στον αντίκτυπο που είχαν στην οικονομία της ευρωζώνης το ιρλανδικό, το ισπανικό και το κυπριακό Μνημόνιο το δημοψήφισμα για το Brexit, καθώς και οι παρεμβάσεις του Μάριο Ντράγκι για τον εφησυχασμό των διεθνών αγορών.
Το συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι η μείωση της συνοχής της ΟΝΕ έχει συνολικά αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία, τόσο από πλευράς ζήτησης όσο και από πλευράς προσφοράς. Επιπλέον, διαπιστώνει πως τα σοκ που παράγονται από κρίσεις εντός της ευρωζώνης συνεπάγονται γενικευμένη επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου, όχι μόνο λόγω της μείωσης των εισαγωγών και των εξαγωγών από και προς τη ζώνη του ευρώ, αλλά και λόγω της πτώσης των εμπορικών ροών εκτός της ζώνης του ευρώ.
Σύμφωνα με το μοντέλο που παρουσιάζεται στην μελέτη, μια δεδομένη αύξηση της οικονομικής αβεβαιότητάς στη ζώνη του ευρώ συνεπάγεται επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στον υπόλοιπο κόσμο, με τη βιομηχανική παραγωγή να μειώνεται κατά 0,8% κατά μέσο όρο στις προηγμένες οικονομίες και κατά 0,3% στις αναδυόμενες οικονομίες σε διάστημα 12 μηνών. Το ίδιο σοκ συνεπάγεται επίσης σημαντική πτώση των εισαγωγών / εξαγωγών τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και τον υπόλοιπο κόσμο.
Αντίθετα, η μείωση της πίεσης από μια κρίση στη ζώνη του ευρώ έχει πιο μακροχρόνιες θετικές επιπτώσεις τόσο στην οικονομική απόδοση όσο και στην παγκόσμια εμπορική δραστηριότητα, επιφέροντας μια μέση ετήσια αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 0,73% στις προηγμένες οικονομίες και μια μέση ετήσια αύξηση κατά 0,45% στις αναδυόμενες αγορές κατά το πρώτο έτος.