Foreign Policy: Πώς ο Ερντογάν έκρυψε μια οικονομική καταστροφή στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα
Ανανεώθηκε:
Με εκτενές άρθρο του το Foreign Policy, αναλύει την οικονομική κρίση της Τουρκίας και τον τρόπο με τον οποίο τη διαχειρίζεται ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εκτιμώντας ότι τουρκική οικονομία ωθείται σε βαθύτερη και παρατεταμένη ύφεση.
«Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι συνήθως γνωστός ως οικονομικός καινοτόμος. Όμως τον περασμένο χρόνο, η κυβέρνησή του διεξάγει ένα οικονομικό πείραμα υψηλού ρίσκου. Για πόσο καιρό μπορεί η Τουρκία να κρύβει το γεγονός ότι ξοδεύει πολύ περισσότερα από όσα διαθέτει;», διερωτάται ο αρθρογράφος Κρις Μίλερ.
Κανονικά όταν οι κυβερνήσεις ξοδεύουν περισσότερα από ό,τι φορολογούν, η διαφορά εμφανίζεται ως έλλειμμα του προϋπολογισμού. Χρηματοδοτούν αυτό το έλλειμμα εκδίδοντας ομόλογα, τα οποία διαπραγματεύονται σε διεθνείς αγορές και έτσι είναι εύκολο να εντοπιστούν. Εάν το χρέος και το κόστος δανεισμού αυξάνονται, τότε η χώρα πρέπει να χρεοκοπήσει ή να ζητήσει διάσωση.
«Αυτό το είδος κρίσης χρέους δεν είναι ευχάριστο, όπως θα μπορούσαν να βεβαιώσουν η Αργεντινή, η Ελλάδα ή το Πακιστάν, αλλά είναι τουλάχιστον απλό και οικείο», σχολιάζει ο Μίλερ.
Η Τουρκία έχει επίσης δαπανήσει πολύ περισσότερα από όσα έπρεπε, αλλά το έκανε με τέτοιο τρόπο που έκρυψε τα χρέη βαθιά μέσα στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα, χωρίς να μπορεί να τα δει κανείς - εκτός από τους πιο «αφοσιωμένους» οικονομικούς αναλυτές.
Το δημόσιο χρέος είναι σχετικά μικρό, αλλά ο «μεγάλος δανεισμός» έγινε από τις τράπεζες της χώρας, συμπεριλαμβανομένων τόσο των ιδιωτικών όσο και των κρατικών τραπεζών - και εκεί ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα της Τουρκίας.
Σύμφωνα με το FP, το γεγονός ότι από την οικονομική κρίση του 2008, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλά προκειμένου να οδηγήσει σε οικονομική ανάκαμψη τις ΗΠΑ, είχε ως αποτέλεσμα να «δημιουργήσει» ένα φθηνό κόστος δανεισμού σε δολάριο, τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για όσους αναζητούν πίστωση. Το αποτέλεσμα ήταν οι τουρκικές τράπεζες να λάβουν πολλά φθηνά δάνεια σε δολάρια.
Τι τα έκαναν; Πρώτον, δάνεισαν τα δολάρια σε τουρκικές εταιρείες, σε βιομηχανίες όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, οι υποδομές και τα ακίνητα, οι οποίες προτιμούσαν δάνεια σε δολάρια και όχι σε τουρκική λίρα λόγω των φθηνών επιτοκίων. Τα έσοδά τους τιμολογούνται σε τουρκική λίρα, αλλά η αποπληρωμή του δανείου ήταν σε δολάρια.
«Το πρόβλημα ήταν ότι, αν η λίρα υποχωρούσε έναντι του δολαρίου - και έχει υποχωρήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια - θα ήταν πιο δύσκολο για τις τουρκικές εταιρείες να εξοφλήσουν τα δάνεια τους σε δολάρια. Και αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να οδηγήσει σε τραπεζική κρίση», υπογραμμίζει ο Μίλερ.
Στη συνέχεια το δημοσίευμα εξηγεί πως μια μεγάλη τρύπα δεν είναι επιθυμητή στον ισολογισμό μιας κεντρικής τράπεζας, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Τουρκία. Η τιμή της λίρας έχει κατρακυλήσει και μια ακόμα «βουτιά» είναι θέμα χρόνου.
«Τι επιλογές έχει ο Ερντογάν; Η διαδρομή του είναι γεμάτη κινδύνους. Αν αφήσει τη λίρα να πέσει, οι χρεωμένες σε δολάρια τουρκικές εταιρείες θα ζοριστούν πολύ να πληρώσουν. Μια απότομη πτώση της λίρας επίσης θα μπορούσε να κάνει τις τράπεζες της Τουρκίας να καταρρεύσουν», αναφέρει το δημοσίευμα.
Η αύξηση των επιτοκίων ενδέχεται να σταθεροποιήσει το τουρκικό νόμισμα, αλλά η οικονομία θα έπεφτε σε βαθύτερη ύφεση, επιδεινώνοντας την κρίση που επήλθε με την πανδημία του κορωνοϊού, ενώ παράλληλα θα έριχνε τη δημοτικότητα του Τούρκου προέδρου.
«Και οι δύο επιλογές, λοιπόν, είναι επικίνδυνες. Αλλά το να μην κάνεις τίποτα είναι πιθανότατα χειρότερο: Η λίρα θα πέσει ούτως ή άλλως, και η οικονομία θα βυθιστεί επίσης σε μια παρατεταμένη ύφεση. Το οικονομικό πείραμα του Ερντογάν ήταν ενδιαφέρον όσο διήρκεσε, δημιουργώντας μια ψευδή αίσθηση σταθερότητας. Αλλά η απόκρυψη των οικονομικών προβλημάτων της χώρας στο τραπεζικό σύστημα δεν ήταν παρά μια προσωρινή λύση», καταλήγει το δημοσίευμα.