Στουρνάρας: Επιτακτική η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η πολιτική σταθερότητα
«Βασικές προϋποθέσεις για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας είναι η επίτευξη συμφωνίας για την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος και η ψήφιση των συμφωνηθέντων από τη Βουλή», ξεκαθάρισε πριν λίγο ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας από το βήμα της 83ης Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της τράπεζας, ενώ πρότεινε δέκα βηματα για την έξοδο από την κρίση.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος οι συνθήκες που θα επηρεάσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2016 διαφαίνονται ευνοϊκότερες από ότι τον προηγούμενο χρόνο και πως από το δεύτερο εξάμηνο του έτους μπορεί να υπάρξει ελαφρά ανάκαμψη, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα και θα αρθούν οι αβεβαιότητες που βλάπτουν την επενδυτική εμπιστοσύνη.
«Η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε ισχυρές αβεβαιότητες και υψηλούς κινδύνους, που συνδέονται αφενός με τις διεθνείς εξελίξεις και αφετέρου με την ταχύτητα επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα και την προσαρμοστικότητά της στις νέες συνθήκες», προειδοποίησε ο κ. Στουρνάρας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, στην πρώτη κατηγορία, οι κίνδυνοι αφορούν την προσφυγική κρίση και τον τρόπο με τον οποίο θα την αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της, την έξαρση των γεωπολιτικών κινδύνων στην ευρύτερη περιοχή, την επιβράδυνση της μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και την υπεραντίδραση των χρηματοπιστωτικών αγορών σε αυτό το ενδεχόμενο, μία ασιατική κρίση με επίκεντρο την Κίνα, και, τέλος, την πιθανότητα εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. «Οι εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις φυγόκεντρες τάσεις στην ΕΕ και να υπονομεύσουν την ευρωπαϊκή συνοχή, σε μία συγκυρία που τα ισχυρότερα κράτη-μέλη της ευρωζώνης εμφανίζονται να έχουν ριζικά διαφορετικές προσεγγίσεις για την αρχιτεκτονική της», είπε.
Σε σχέση με το εσωτερικό της χώρας, ανέφερε πως βασικές προϋποθέσεις για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας είναι η επίτευξη συμφωνίας για την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος και η ψήφιση των συμφωνηθέντων από τη Βουλή, η προσήλωση στην εφαρμογή του προγράμματος και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την εμπέδωση κλίματος πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας και την επιστροφή στην κανονικότητα. «Προκειμένου να ανταποκριθεί και να προσαρμοστεί στις αλλαγές του διεθνούς περιβάλλοντος, η Ελλάδα, καθώς είναι ενταγμένη στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και εκτεθειμένη στο διεθνή ανταγωνισμό, πρέπει πρώτα να ισχυροποιήσει τη θέση της, αντιμετωπίζοντας με ρεαλισμό τα δικά της προβλήματα. Η χώρα που θα μείνει ουραγός στις ευρωπαϊκές εξελίξεις θα είναι αυτή που εν τέλει θα υποστεί τα βαρύτερα πλήγματα, στην περίπτωση που το διεθνές περιβάλλον αλλάξει προς το χειρότερο», είπε σε αυστηρό τόνο.
Οι μακροοικονομικές εξελίξεις
Κατά τον κ. Στουρνάρα από το 2008 έως και το 2013 η ελληνική οικονομία απώλεσε σωρευτικά το 26% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Με εξαίρεση το 2014, όπου σημειώθηκε μια βραχύβια ανάκαμψη, η οποία συνεχίστηκε και το πρώτο εξάμηνο του 2015, η ελληνική οικονομία εισήλθε εκ νέου σε ύφεση από το γ’ τρίμηνο του 2015 (-1,9%). Ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ παρέμεινε αρνητικός και το δ’ τρίμηνο του έτους (-1,9%), ενώ για το σύνολο του 2015 διαμορφώθηκε σε -0,7%. Προσδιοριστικοί παράγοντες της υποτροπής ήταν η πολιτική αστάθεια από το τέλος του 2014, οι ατελέσφορες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές το πρώτο εξάμηνο του 2015, η τραπεζική αργία και η επιβολή περιορισμών στις τραπεζικές συναλλαγές και στην κίνηση κεφαλαίων, καθώς και τα νέα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, τα οποία κρίθηκαν αναγκαία προκειμένου να επιτευχθούν οι αναθεωρημένοι δημοσιονομικοί στόχοι. Οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας και του εγχώριου τραπεζικού συστήματος δοκιμάστηκαν. Η οικονομία, ωστόσο, προέβαλε ισχυρές αντιστάσεις, με αποτέλεσμα οι επιπτώσεις να είναι ηπιότερες σε σχέση με ό,τι αρχικά αναμενόταν.
Οι αντοχές αυτές συνδέονται με το γεγονός ότι ―παρά τις επιμέρους καθυστερήσεις και αστοχίες― τα προγράμματα προσαρμογής, που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας από το 2010, κατάφεραν να περιορίσουν δραστικά τις μεγάλες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες. Συγκεκριμένα:
― Περιορίστηκε το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και καλύφθηκαν τα 3/4 της ολικής προσαρμογής (τελικός στόχος για 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα από το 2018, σε σύγκριση με έλλειμμα 10,1% του ΑΕΠ το 2009).
― Αντιμετωπίστηκαν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και η απώλεια ανταγωνιστικότητας και μετριάστηκαν δυσκαμψίες και εμπόδια στην αγορά εργασίας, οδηγώντας σε ενίσχυση των εξαγωγών.
― Παρατηρήθηκαν επίσης τάσεις αναδιάρθρωσης των κλάδων παραγωγής υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και γενικά υπέρ των πιο παραγωγικών επιχειρήσεων σε κάθε κλάδο της οικονομίας.
Σε αντίθεση με τα μεγάλα βήματα της δημοσιονομικής προσαρμογής τα προηγούμενα χρόνια, υπήρξαν καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις και στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που θα ενίσχυαν την ανάπτυξη. Οι καθυστερήσεις αυτές οδήγησαν σε αντίστοιχες καθυστερήσεις στην εμφάνιση των θετικών επιδράσεών τους στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Αυτές οι θετικές επιδράσεις άρχισαν να καταγράφονται κατά τη διάρκεια του 2014, με επιστροφή του ΑΕΠ σε θετικό ρυθμό μεταβολής τόσο για το σύνολο του 2014 (+0,7%) όσο και για τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015. Η ανάκαμψη αυτή θα είχε εδραιωθεί και το συνολικό αποτέλεσμα για το 2015 και το 2016 θα ήταν με βεβαιότητα θετικό και ισχυρότερο, όπως άλλωστε προβλεπόταν, αν δεν είχε μεσολαβήσει η έξαρση της αβεβαιότητας από τους τελευταίους μήνες του 2014 μέχρι την ημερομηνία σύναψης της νέας συμφωνίας με τους εταίρους στη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου 2015.
Μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013, ύψους 1,2% του ΑΕΠ, που αποτέλεσε σημαντική υπέρβαση του στόχου για ισοσκελισμένο πρωτογενές αποτέλεσμα, το 2014 παρατηρήθηκε δημοσιονομική επιδείνωση, λόγω της πολιτικοοικονομικής αβεβαιότητας στο τέλος του έτους. Πάρα ταύτα, το πρωτογενές αποτέλεσμα παρέμεινε θετικό αλλά μικρό σε μέγεθος, με σημαντική απόκλιση από το στόχο για πλεόνασμα ύψους 1,5% του ΑΕΠ. Μέσα στο 2015, τα δημοσιονομικά μεγέθη κατέγραψαν μεγάλες διακυμάνσεις όσον αφορά την εξέλιξη των φορολογικών εσόδων, των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις και των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Μετά την αναθεώρηση προς τα κάτω του στόχου σε πρωτογενές έλλειμμα 0,25% του ΑΕΠ, έναντι προγενέστερου στόχου για πλεόνασμα 3,0%, και τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων, το 2015 αναμένεται τελικά το πρωτογενές αποτέλεσμα να είναι ισοσκελισμένο ή ελαφρά θετικό.
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα
Ο Διοικητής ανέφερε πως στο περιβάλλον αβεβαιότητας που επικράτησε το πρώτο εξάμηνο του 2015, είχε κρίσιμη σημασία η διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Αυτή απειλήθηκε από την επιταχυνόμενη εκροή των τραπεζικών καταθέσεων και την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε αντίθεση με την εικόνα που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια του 2014, από τη μη αποδοχή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) των ελληνικών τίτλων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής και κυρίως από τις έντονες συζητήσεις για έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη.
Στη δύσκολη αυτή περίοδο, η Τράπεζα της Ελλάδος έπρεπε να επιτελέσει το κύριο καθήκον που της επιβάλλουν η συμμετοχή της στο Ευρωσύστημα και το Καταστατικό της, δηλαδή να διαφυλάξει τη νομισματική σταθερότητα και να στηρίξει τη ρευστότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, έπρεπε να συμβάλλει στην εξομάλυνση της κατάστασης, διαφυλάττοντας συγχρόνως την ανεξαρτησία και το κύρος της. Προς το σκοπό αυτό:
― Παρείχε έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση προς την κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα, ενώ ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη με τις Εκθέσεις και τις παρεμβάσεις της.
― Διασφάλισε την αδιάλειπτη παροχή ρευστότητας στα πιστωτικά ιδρύματα, παρέχοντας χρηματοδότηση μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (ELA).
― Εφοδίασε τα πιστωτικά ιδρύματα με τραπεζογραμμάτια, χωρίς να σημειωθεί έλλειψη ούτε στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας.
― Εκπόνησε τη στρατηγική για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε συνεργασία με την κυβέρνηση και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
― Ολοκλήρωσε τον έλεγχο ποιότητας στοιχείων ενεργητικού (AQR) των τραπεζών.
― Συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των σημαντικών και μη τραπεζών, χωρίς κλυδωνισμούς για το πιστωτικό σύστημα.
― Συνεργάστηκε αποτελεσματικά με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) – με τη συμμετοχή υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος σε μεικτές εποπτικές ομάδες (JSTs).
― Συνέβαλε στην ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, με αποτέλεσμα η ύφεση να είναι τελικά πολύ μικρότερη της αναμενόμενης.
― Στήριξε τις εργασίες της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών.
― Παρείχε στήριξη προς το Δημόσιο σε πολλές δραστηριότητές του, παραμένοντας πάντοτε εντός του πλαισίου της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει τις σχέσεις εθνικών κεντρικών τραπεζών και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Η τραπεζική αργία και η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και στις τραπεζικές συναλλαγές συγκράτησαν τις εκροές καταθέσεων και τη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Οι στρεβλώσεις όμως τις οποίες επέφεραν στις αγορές κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών έχουν έμμεσες επιπτώσεις, που δεν μπορούν ακόμη να αποτιμηθούν με ακρίβεια. Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, οι περιορισμοί ενθάρρυναν τη χρήση ηλεκτρονικού χρήματος. Ήδη υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η διευρυμένη χρήση ηλεκτρονικού χρήματος έχει θετικές επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και στα φορολογικά έσοδα που απορρέουν από τη συρρίκνωση της άτυπης οικονομίας. Ένα πρώτο συμπέρασμα οικονομικής πολιτικής είναι ότι η χρήση ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, μέσω των κατάλληλων κινήτρων, κυρίως φορολογικών.
Ισχυρότερο τραπεζικό σύστημα
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας το Δεκέμβριο του 2015 ολοκληρώθηκε με επιτυχία η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών με αυξημένη ιδιωτική συμμετοχή. Η νέα αυτή ανακεφαλαιοποίηση κατέστη αναγκαία λόγω της επιβάρυνσης του οικονομικού κλίματος, της αυξημένης αβεβαιότητας και των αυξημένων εκροών καταθέσεων το πρώτο εξάμηνο του 2015, αλλά και λόγω της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες κάλυψαν τα απαιτούμενα κεφάλαια, τα οποία προέκυψαν από την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενήργησε η ΕΚΤ. Τα απαραίτητα κεφάλαια προήλθαν από: (α) τη συμμετοχή ξένων επενδυτών, οι οποίοι επένδυσαν περίπου 5,3 δισ. ευρώ, (β) μέτρα κεφαλαιακής ενίσχυσης ύψους 0,6 δισ. ευρώ και (γ) κεφάλαια ύψους περίπου 2,7 δισ. ευρώ, που αντλήθηκαν μέσω της διαχείρισης στοιχείων παθητικού (προτάσεις εθελοντικής ανταλλαγής ομολόγων με μετοχές).
Τα επιπρόσθετα κεφάλαια για τις δύο τράπεζες που δεν κάλυψαν τις κεφαλαιακές ανάγκες του δυσμενούς σεναρίου από ιδιωτικές πηγές (περίπου 5,4 δισ. ευρώ) προήλθαν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Αυτό σημαίνει ότι οι δημόσιοι πόροι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τελικά πολύ λιγότεροι από το ποσό των 25 δισεκ. ευρώ που είχε προβλεφθεί αρχικά από το Eurogroup τον Αύγουστο του 2015.
Επιπλέον, μειώθηκε η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τον Έκτακτο Μηχανισμό Ρευστότητας (ELA), όπως φαίνεται από τη μείωση του ανώτατου ορίου του από το τέλος Αυγούστου έως σήμερα κατά περίπου 19 δισεκ. ευρώ. Η μείωση του ανώτατου ορίου του ELA αντανακλά τη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο της υποχώρησης της αβεβαιότητας και της σταθεροποίησης των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, καθώς και, σε σημαντικό βαθμό, την επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
Το 2015 υπήρξε αύξηση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επί του συνόλου των ανοιγμάτων ανήλθε στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2015 σε 43,6% (Δεκέμβριος 2014: 39,9%). Η επιδείνωση ήταν εμφανής και σχετικά παρόμοια (κατά περίπου τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες) σε όλες τις κατηγορίες δανείων. Ειδικότερα, το ποσοστό στα καταναλωτικά ανοίγματα ανήλθε σε 55,4%, στα επιχειρηματικά ανοίγματα σε 43,3% και στα στεγαστικά ανοίγματα σε 39,8%. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε και η αναβολή της εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η λιγότερο ενεργητική διαχείριση του χαρτοφυλακίου δανείων από τις τράπεζες, με έμφαση κυρίως σε λύσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Από το γ’ τρίμηνο, όμως, και ιδίως με το πέρας της ανακεφαλαιοποίησης, παρατηρήθηκε επιτάχυνση των ενεργειών των τραπεζών στην κατεύθυνση της πιο ενεργητικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης
Ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε πως το 2016, σε αντίθεση με το 2015, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απαρχή μιας νέας πορείας που θα οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από την κρίση και σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Οι προκλήσεις όμως, όπως προαναφέρθηκε, είναι πολλές και μεγάλες και πηγάζουν όχι μόνο από απρόβλεπτες εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, αλλά κυρίως από κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν την εγχώρια μακροοικονομική συγκυρία, όπως είναι η καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης του νέου σταθεροποιητικού προγράμματος και η αδυναμία εφαρμογής των δράσεών του.
Ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο του έτους θα είναι αρνητικός, κυρίως λόγω της μεταφερόμενης επίδρασης από το 2015. Όπως όμως έχει ήδη αναφερθεί, υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την ανακοπή της ύφεσης και την προσέγγιση θετικών ρυθμών από το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, πρέπει να συντρέξουν μια σειρά δράσεις που θα αποτρέψουν τους κινδύνους και θα ενισχύσουν την προοπτική ανάκαμψης που είναι εφικτή.
Πρώτο και κρίσιμο βήμα για τις μελλοντικές εξελίξεις είναι η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτό απαιτεί, μεταξύ άλλων, την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος και την ευθυγράμμιση της φορολογίας του αγροτικού εισοδήματος. Οι δράσεις αυτές δεν αποτελούν απλώς προαπαιτούμενα για την αξιολόγηση του προγράμματος. Είναι απαραίτητες για να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και του δημόσιου χρέους, καθώς και για να αποκαταστήσουν την κοινωνική και φορολογική δικαιοσύνη μεταξύ γενεών και μεταξύ ομάδων φορολογουμένων.
Η θετική αξιολόγηση θα τονώσει την πραγματική οικονομία και θα οδηγήσει στη διαπραγμάτευση για την ελάφρυνση του χρέους
Η θετική ολοκλήρωση της αξιολόγησης εκτιμάται ότι θα έχει σημαντική επίδραση στην πραγματική οικονομία για τους ακόλουθους λόγους:
― Βελτιώνει δραστικά το κλίμα εμπιστοσύνης, γεγονός που θα επιταχύνει την επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
― Οδηγεί στην επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις, η οποία θα επιτρέψει την πολύ φθηνότερη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ.
― Καθιστά δυνατή τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
― Επιταχύνει τις διαδικασίες χαλάρωσης – και τελικώς άρσης – των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα και στην κίνηση κεφαλαίων.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα επαναφέρουν την κανονικότητα στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Αυτό σημαίνει διεύρυνση των δυνατοτήτων των τραπεζών να αντλήσουν ρευστά διαθέσιμα για τη διοχέτευσή τους σε δάνεια προς την πραγματική οικονομία και, συνεπώς, ενίσχυση της πιστοδοτικής ικανότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους τραπεζικού δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Οι ευνοϊκότερες συνθήκες χρηματοδότησης θα ενδυναμώσουν την ανάπτυξη.
Μεσοπρόθεσμα, η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης είναι αποφασιστικής σημασίας, καθώς θα επιτρέψει την έναρξη των συζητήσεων με τους εταίρους για την ανάληψη δράσεων περαιτέρω ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους. Οι δράσεις, που είναι σκόπιμο να αναληφθούν, πρέπει να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου να διατηρούνται σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Μεταξύ άλλων, αυτό θα έχει ως άμεση συνέπεια τη δυνατότητα περαιτέρω χαλάρωσης του τελικού δημοσιονομικού στόχου και θα απελευθερώσει πόρους, οι οποίοι θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις, που θα ενισχύσουν το εγχώριο προϊόν και την απασχόληση.
Τα δέκα βήματα
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ανακοπή της ύφεσης και η ανάκαμψη από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 είναι εφικτές, αν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα προβλήματα και οι κίνδυνοι που προαναφέρθηκαν. Για να οδηγηθούμε όμως από την ανάκαμψη σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, απαιτείται προσήλωση στην εφαρμογή της νέας δανειακής συμφωνίας και μακροχρόνια στόχευση στη δημιουργία ενός νέου, εξωστρεφούς και ανταγωνιστικού αναπτυξιακού προτύπου. Οι παράγοντες που θα καθορίσουν την επιτυχία είναι: η αποδοχή και οικειοποίηση του προγράμματος, η συνέχεια και συνέπεια στην εφαρμογή των αναγκαίων δράσεων, ο διάλογος και η πολιτική και κοινωνική συναίνεση.
Η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια έχει διανύσει έναν επίπονο δρόμο προσαρμογής με μεγάλο κοινωνικό κόστος, αλλά και με απτά αποτελέσματα. Όσα απομένουν να ολοκληρωθούν είναι ένα μικρό μόνο μέρος της μεγάλης προσπάθειας που έχει γίνει. Ενδεικτικά προτείνονται δέκα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή:
1. Ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος
Η ισχυροποίηση των τραπεζικού συστήματος περνά κυρίως μέσα από την αντιμετώπιση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στην εξεύρεση μόνιμων λύσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα σε αυτό το μείζον πρόβλημα, εκτιμάται ότι θα συντείνουν οι συγκεκριμένοι στόχοι για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που ετοιμάζεται να θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν διαβούλευσης με τις τράπεζες και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), με ορίζοντα εφαρμογής από τον Ιούνιο του 2016 και με παρακολούθηση ανά τρίμηνο. Η υποχρέωση των τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους, σε συνδυασμό με το νέο θεσμικό πλαίσιο, που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, την επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών και την ευκολία ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τις τράπεζες, εκτιμάται ότι θα συμβάλει θετικά στη σταδιακή υποχώρηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει:
Πρώτον, να αναληφθούν τολμηρές και καινοτόμες πρωτοβουλίες για μια σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μέσα στα επόμενα δυο χρόνια. Η τρέχουσα «business as usual» προσέγγιση, όσο και αν βελτιωθεί στα σημεία, δεν θα οδηγήσει σε σημαντικές μειώσεις.
Δεύτερον, να υπάρξει στροφή σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις. Η τρέχουσα πρακτική βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων απλά οδηγεί σε παράταση του προβλήματος.
Τρίτον, να υπάρξει συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων. Η πρόοδος στο ζήτημα αυτό είναι περιορισμένη. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αδύνατον να υπάρξουν οριστικές λύσεις χωρίς κοινή δράση από όλους τους πιστωτές. Σχεδόν το σύνολο των μεγάλων επιχειρηματικών μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορούν περισσότερους του ενός πιστωτές.
Τέταρτον, να υπάρξει παρέμβαση για την αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Παράλληλα με την αναδιάρθρωση του δανείου είναι κρίσιμο να αναλαμβάνονται ενεργητικές πρωτοβουλίες αλλαγής της διοίκησης, όταν αυτή δεν συνεργάζεται, της δομής και του επιχειρηματικού σχεδίου της οφειλέτριας εταιρίας.
Πέμπτον, να υπάρξει αυξημένος εσωτερικός έλεγχος ώστε να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση και διαφάνεια στην αντιμετώπιση των οφειλετών.
2. Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων
Τα προγράμματα που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια επικεντρώθηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή και πέτυχαν την εξάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων. Καθυστέρησαν όμως στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, αν είχαν πραγματοποιηθεί από την αρχή, θα είχαν περιορίσει το βάθος και το εύρος της ύφεσης. Σε αυτόν τον τομέα πρέπει να δοθεί σήμερα η μεγαλύτερη έμφαση. Ειδικότερα, στα δίκτυα και τις υπηρεσίες (μεταφορές, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, εμπόριο) πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί και να απλοποιηθούν οι κανονιστικές ρυθμίσεις που υπονομεύουν τον ανταγωνισμό.
Στην αγορά εργασίας, έμφαση πρέπει να δοθεί στη δημιουργία ενός πλαισίου για την ενθάρρυνση της μαθητείας και της επαγγελματικής κατάρτισης, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και την απλούστευση και τον εξορθολογισμό της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας μέσω της κωδικοποίησής της σε έναν Κώδικα Εργατικής Νομοθεσίας. Τέλος, στη δημόσια διοίκηση απαιτείται η εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων με σκοπό τον εκσυγχρονισμό και την αποκομματικοποίησή της. Συγκεκριμένα βήματα πρέπει να γίνουν όσον αφορά την απλοποίηση των διαδικασιών και την αξιολόγηση των δομών, τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, τη βελτιστοποίηση των ανθρώπινων πόρων και την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
3. Ιδιωτικοποιήσεις και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας
Η σημασία της επιτάχυνσης και επιτυχούς υλοποίησης του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας είναι καθοριστικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη. Θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη, που οι ευεργετικές τους επιδράσεις στην εγχώρια οικονομία θα διαρκέσουν για μεγάλη χρονική περίοδο. Τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις θα συμβάλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους και στην προσπάθεια της δημοσιονομικής προσαρμογής. Στην περίπτωση μάλιστα που συνοδεύονται από ισχυρή δέσμευση για μελλοντικές επενδύσεις ενισχύουν περαιτέρω την εισροή στη χώρα παραγωγικών κεφαλαίων, που αυξάνουν την απασχόληση και τη συνολική ενεργό ζήτηση. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι στον τομέα αυτόν υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες, που θα μπορούσαν να αποφέρουν πολύ μεγαλύτερα έσοδα από αυτά που έχουν τεθεί ως ποσοτικοί στόχοι. Η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, εάν αξιοποιηθεί σωστά μέσω της αναβάθμισης των χρήσεων γης και με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον, μπορεί να προσελκύσει σημαντικές, άμεσες ξένες επενδύσεις.
4. Συνέχιση της προσαρμογής στους τομείς των οικονομικών της γενικής κυβέρνησης και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με επανακαθορισμό του μείγματος των μέσων οικονομικής πολιτικής
Η αναθεώρηση προς τα κάτω, που έχει ήδη επιτευχθεί για το στόχο του τελικού πρωτογενούς πλεονάσματος του 2018 (3,5% του ΑΕΠ), συντελεί στην απελευθέρωση πόρων, οι οποίοι μπορούν να διοχετευθούν στην πραγματική οικονομία. Ωστόσο, το ακολουθούμενο μείγμα μέσων οικονομικής πολιτικής, που αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη του εναπομένοντος δημοσιονομικού κενού όσο και στην επίτευξη βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, πρέπει να γίνει περισσότερο αναπτυξιακό. Θα πρέπει, δηλαδή, να εστιάσει κυρίως στη μείωση των μη επενδυτικών δαπανών του Δημοσίου και στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η έως τώρα έμφαση στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών επί των εισοδημάτων από εργασία και των κερδών των επιχειρήσεων, καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών, ενισχύει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία, εξασθενίζει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών επιχειρήσεων και αποτρέπει προσπάθειες για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, όποια βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αυτοαναιρείται, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται μόνιμη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Αντίθετα, ο εξορθολογισμός των δομών του κράτους, η αξιολόγηση, συγχώνευση και μείωση των 1800 περίπου νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η κατάργηση ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις φορολογίας για ορισμένες ομάδες φορολογουμένων, η κατάργηση ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, ο επανασχεδιασμός του καθεστώτος των αυτοτελών πόρων για την τοπική αυτοδιοίκηση με στόχο την άρση των αντικινήτρων στην εξοικονόμηση πόρων, η μείωση των φορολογικών δαπανών, ο περιορισμός των μη επενδυτικών δαπανών, η καλύτερη στόχευση των κοινωνικών δαπανών με στόχο την άρση της μεροληψίας κατά της νέας γενιάς που υπάρχει σήμερα, και η ενίσχυση της κινητικότητας του ανθρώπινου δυναμικού του κράτους από τομείς με πλεονάζον προσωπικό προς τομείς ελλειμματικούς σε προσωπικό, συνιστούν περισσότερο αποδοτικά μέσα οικονομικής πολιτικής για την κάλυψη του εναπομένοντος δημοσιονομικού κενού.
5. Ενθάρρυνση των επιχειρηματικών επενδύσεων και προστασία των επενδυτών
Το φαινόμενο της επενδυτικής αδράνειας στην Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Μεταξύ 2007 και 2014, η συνολική επενδυτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε στο μισό. Η αναιμική ζήτηση, η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, καθώς και οι σημαντικές χρηματοδοτικές δυσχέρειες ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στη διαδικασία αποεπένδυσης. Η ταχεία ανάταξη της επιχειρηματικής επενδυτικής δαπάνης θεωρείται παράγοντας-κλειδί για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η εμπέδωση ενός περιβάλλοντος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, που ενδυναμώνει το κλίμα εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών και ενθαρρύνει την ανάληψη επενδυτικών σχεδίων, η ταχεία μεταστροφή του εγχώριου παραγωγικού υποδείγματος από την παραγωγή μη εμπορεύσιμων προς την παραγωγή εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και η εξάλειψη των σημαντικών περιορισμών στη χρηματοδότηση αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την αύξηση της επιχειρηματικής επενδυτικής δαπάνης. Δράσεις, όπως η ψήφιση του νέου αναπτυξιακού νόμου με σαφή αναπτυξιακά κίνητρα, κυρίως όμως οι πρωτοβουλίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εντός του νέου θεσμικού πλαισίου, που επιτρέπει συνεργασία των πιστωτών για την εξυγίανση παραγωγικών επιχειρήσεων, είναι καθοριστικής σημασίας. Περαιτέρω, το ελληνικό κράτος πρέπει να συντελέσει στην αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης με την προστασία των ιδιωτών επενδυτών, εξασφαλίζοντας ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, φιλικό προς την επιχειρηματικότητα. Αυτό μπορεί να γίνει με τη θέσπιση ενός σταθερού, απλού και ευκόλως κατανοητού φορολογικού και νομικού πλαισίου, κατάλληλου για την ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, και με την ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυση χρονιζουσών διαφορών με σημαντικούς διεθνείς επενδυτές, οι οποίες δημιουργούν πρόβλημα στην επενδυτική εικόνα της χώρας.
6. Αύξηση των εξαγωγών
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που επιτεύχθηκε με σημαντικό κοινωνικό κόστος, φαίνεται ότι δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς. Μαζί με την παρατηρούμενη ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, αποτελούν ισχυρά κίνητρα για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών. Παρά την ανάκτηση της απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, κυρίως σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, οι εξαγωγές δεν επέδειξαν την αναμενόμενη δυναμική ανόδου. Τούτο εξηγείται εν μέρει από την έλλειψη χρηματοδότησης και το συγκριτικά υψηλότερο κόστος μακροχρόνιου δανεισμού, καθώς και από την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης που μετριάζει ή και ανακόπτει την πορεία ανάκτησης της συνολικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Επιπρόσθετα, όμως, οφείλεται και σε μια σειρά εγγενών διαρθρωτικών αδυναμιών, που περιορίζουν την ευκολία διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και σχετίζονται με την ποιότητα του προϊόντος, την κατοχύρωση ονομασίας προέλευσης, γραφειοκρατικές δυσχέρειες κ.ά.
7. Καταπολέμηση της υψηλής ανεργίας
Στην παρατηρούμενη σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας και τη συνέχιση της ανάκαμψης του ποσοστού απασχόλησης συμβάλλουν οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης μέσω προγραμμάτων και δράσεων που χρηματοδοτούνται με πόρους από το ΕΣΠΑ της περιόδου 2014-2020.
Προκειμένου να καταπολεμηθεί η υψηλή ανεργία, ιδιαίτερα η μακροχρόνια ανεργία, και η ανεργία των νέων, κρίνεται απαραίτητη η συνεχής βελτίωση και επέκταση των ενεργητικών πολιτικών για την απασχόληση και των προγραμμάτων κατάρτισης, με παράλληλη αύξηση της αποτελεσματικότητας των δράσεων αυτών. Ωστόσο, η ενίσχυση των πολιτικών αυτών θα πρέπει να συνδυαστεί με έλεγχο και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους, καθώς και με δράσεις κατά της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας.
8. Μεταρρύθμιση στην παιδεία
Ο δρόμος της ανάπτυξης οριοθετείται από τη γνώση, την έρευνα, την καινοτομία και τη διά βίου μάθηση. Η έξοδος της ελληνικής κοινωνίας από την κρίση συντελείται μόνο μέσω της δημιουργίας μιας κοινωνίας δημιουργικών πολιτών, ικανής να προστατεύσει και να βελτιώσει το απόθεμα του ανθρώπινου κεφαλαίου της. Κατά συνέπεια, η δρομολογούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, θα πρέπει να κινηθεί σε πέντε άξονες: (α) την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος όλων των βαθμίδων, με σκοπό την ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, (β) τον εξορθολογισμό του περιεχομένου της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων και της λειτουργίας και διοίκησης των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και την ενίσχυση της αποδοτικότητας και αυτονομίας των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων, (γ) την απεξάρτηση του εκπαιδευτικού συστήματος από συντεχνιακά συμφέροντα, (δ) την αύξηση της χρηματοδότησης, η οποία παραμένει πολύ χαμηλή, και (ε) τη διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα.
9. Ανάσχεση της φυγής ανθρώπινου κεφαλαίου
Το ελληνικό ανθρώπινο δυναμικό οδηγείται στη μετανάστευση ως αντίδραση στην εκτίναξη του ποσοστού ανεργίας και την ταχεία βύθιση της οικονομίας στην ύφεση, με ανησυχητικές επιπτώσεις στα δημογραφικά δεδομένα της χώρας, τα δημόσια οικονομικά, το ασφαλιστικό σύστημα και την ποιότητα του εναπομένοντος εργατικού δυναμικού. Για την αναστροφή της μεγάλης φυγής των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, η ελληνική πολιτεία πρέπει να λάβει μέτρα που στοχεύουν: (α) στον επανακαθορισμό των μορφών επιστημονικής και επαγγελματικής εξειδίκευσης, ώστε να αντιστοιχιστούν καλύτερα οι δεξιότητες των νέων επιστημόνων με τη ζήτηση της αγοράς, (β) στη στήριξη των δράσεων νεοφυούς επιχειρηματικότητας, (γ) στην καταπολέμηση της μετριοκρατίας, της αδιαφάνειας στην επιλογή και του νεποτισμού, (δ) στην προώθηση της αριστείας, (ε) στην επέκταση του θεσμού της μαθητείας και της πρακτικής άσκησης και (στ) στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα.
10. Στήριξη της κοινωνικής συνοχής και καταπολέμηση της φτώχειας
Προϋπόθεση για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, η οποία σήμερα απειλείται από την αύξηση της φτώχειας και της ανισοκατανομής του εισοδήματος και από τον κοινωνικό αποκλεισμό σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού. Αν και, με βάση τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας EU-SILC 2014, το χάσμα φτώχειας και ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα παρουσίασαν μικρή μείωση, ο κίνδυνος της σχετικής φτώχειας παραμένει ο τρίτος υψηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28. Εξάλλου, ο αριθμός των νοικοκυριών που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας αυξήθηκε. Στη δημόσια συζήτηση κρίνεται επομένως σημαντικός ο ρόλος τόσο του επανασχεδιασμού της πολιτικής των κοινωνικών μεταβιβάσεων, ώστε να καταστούν περισσότερο αποτελεσματικές στην καταπολέμηση της φτώχειας, όσο και του εκπαιδευτικού συστήματος στην παροχή ίσων ευκαιριών συμμετοχής στη μαθησιακή διαδικασία όλων των βαθμίδων στους μαθητές, που, λόγω κοινωνικού αποκλεισμού, αντιμετωπίζουν περιορισμούς.
Μικρή η απόσταση για το τέλος
Στη φάση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί για την έξοδο από την κρίση είναι σχετικά μικρή. Για να αποτραπεί όποιο αρνητικό ενδεχόμενο και να βαδίσει η οικονομία προς την ανάπτυξη, πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι δυνατότητες που υπάρχουν και να αποφευχθούν οπισθοδρομήσεις και λάθη του παρελθόντος που οδήγησαν σε φαύλους κύκλους και αδιέξοδα.
Σήμερα, η προοπτική εξόδου από την κρίση είναι ορατή. Για να την προσεγγίσουμε όμως, πρέπει να παραμείνουμε προσηλωμένοι στην τήρηση των όρων της συμφωνίας, οι οποίοι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθούν ως επιταγές των δανειστών, αλλά ως ουσιαστικές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που έπρεπε ήδη να έχουν πραγματοποιηθεί από καιρό. Η ελληνική πλευρά πρέπει να ενστερνιστεί το πρόγραμμα ως αναγκαίο μέσο προσαρμογής και μεταρρύθμισης της οικονομίας. Πέραν αυτού, τα δέκα βήματα που προαναφέρθηκαν, τα οποία ιδανικά θα πρέπει να ενσωματωθούν σε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, είναι προς την κατεύθυνση της στήριξης (α) της παραγωγής και των επενδύσεων, (β) του “τριγώνου της γνώσης” (παιδεία, έρευνα, καινοτομία) και (γ) της νέας γενιάς. Αυτό το εθνικό σχέδιο ανάπτυξης πρέπει να είναι ένα αναπτυξιακό και συνάμα κοινωνικό συμβόλαιο δημιουργίας και μετακίνησης πόρων για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία επιχειρήσεων και νέων θέσεων εργασίας. Αυτές είναι οι κατευθύνσεις που θα επιτρέψουν την οριστική έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση και την επιστροφή της σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, δημιουργίας και απασχόλησης.