ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τζεντιλόνι: Για όσο διαρκεί η κρίση, η Ελλάδα δεν θα δεσμεύεται για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα

Kenzo Tribouillard, Pool Photo via AP

Παράθυρο για το ενδεχόμενο να μην χρειαστεί να επιστρέψει η Ελλάδα στη δέσμευση πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 άφησε εμμέσως ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι μιλώντας σε ανταποκριτές ευρωπαϊκών Μέσων στις Βρυξέλλες.

Συγκεκριμένα, απαντώντας σε ερώτηση για τα περιθώρια μείωσης των πλεονασματικών στόχων της χώρας μας από το 2021 και μετά, ο Τζεντιλόνι δήλωσε:

«Η ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής οδήγησε σε αναβολή των πλεονασματικών στόχων της Ελλάδας. Αυτό θα διατηρηθεί σε όλη τη διάρκεια που η ρήτρα παραμείνει ενεργή».

Σημειώνοντας ότι η απενεργοποίηση της ρήτρας «θα γίνει όταν θα είμαστε ξεκάθαρα σε πορεία ανάκαμψης», ο Τζεντιλόνι επισήμανε πως ένα καλό σημείο αναφοράς θα μπορούσε να είναι η επιστροφή του ευρωπαϊκού ΑΕΠ στο επίπεδο που ήταν στο τέλος του 2019.

Ο Επίτροπος εξήγησε στην εφημερίδα «Τα Νέα» πως βάσει των καλοκαιρινών προβλέψεων της Κομισιόν «η επιστροφή στο επίπεδο του 2019 δεν θα γίνει το 2021», σπεύδοντας όμως να τονίσει ότι λόγω της αβεβαιότητας «είναι δύσκολο να πούμε πότε ακριβώς θα επανέλθουμε στα προ COVID-19 επίπεδα».

Από τα λεγόμενά του φαίνεται εμμέσως ότι υπάρχει το ενδεχόμενο η απενεργοποίηση της ρήτρας να επηρεάσει τους προϋπολογισμούς από το 2023 (οπότε λήγει η δέσμευση της Ελλάδας για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%). Άλλωστε, όπως είπε, καθώς η δημοσιονομική κατάσταση των ευρωπαϊκών κρατών έχει επιβαρυνθεί υπερβολικά λόγω των μέτρων, «για την Ελλάδα αλλά και για αρκετές ευρωπαϊκές χώρες η επιστροφή στην κανονικότητα θα πρέπει να είναι λογική και ως εκ τούτου σταδιακή».

Τονίζοντας για άλλη μία φορά ότι τα σχέδια ανάκαμψης δεν είναι μνημόνια και θα καθοριστούν από τα ίδια τα κράτη-μέλη, ο Τζεντιλόνι επισήμανε πως οι σχετικές προτάσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν προτεραιότητες βάσει των συστάσεων ανά κράτος της Κομισιόν, όπου αποτυπώνονται «τα κυριότερα ζητήματα για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις» και βάσει των τριών στρατηγικών στόχων της ΕΕ: της ανθεκτικότητας των κοινωνιών, της πράσινης συμφωνίας και της ψηφιακής μετάβασης.

«Η σύστασή μου είναι να διαλέξουν [τα κράτη] μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις με μελλοντικό ορίζοντα, και να επικεντρωθούν σε ορισμένες προτάσεις εκ των συστάσεων... Δεν θέτουμε αιρεσιμότητα, δεν δίνουμε συγκεκριμένες οδηγίες».

Για το Ταμείο Ανάκαμψης (Next Generation EU) ο Τζεντιλόνι δήλωσε πως «είμαι βέβαιος ότι θα εγκριθεί αυτό το Σαββατοκύριακο», τονίζοντας ότι «αποτελεί μοναδική ευκαιρία» τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και δεν αποτελεί «ενίσχυση κρατικών προϋπολογισμών ή χρήματα από το ελικόπτερο». Δεν απέκλεισε πάντως απολύτως την ύπαρξη αιρεσιμότητας.

«Ακόμα και αν χρησιμοποιηθεί η λέξη αιρεσιμότητα για να συμφωνήσουν ορισμένα κράτη, δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση» είπε. Πάντως υπογράμμισε ότι θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα για σεβασμό του κράτους δικαίου, «ένα από τα πιο ευαίσθητα θέματα» στις διαπραγματεύσεις.

Επίσης ο Τζεντιλόνι τόνισε ότι «η πρόταση του Σαρλ Μισέλ στη διακυβέρνηση είναι το πιο ακραίο όριο όπου μπορούμε να φέρουμε τον ρόλο του Συμβουλίου και να μειωθεί ο ρόλος της Κομισιόν», αναφερόμενος στο ακανθώδες ζήτημα για τον τρόπο που θα λαμβάνεται η απόφαση για την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης