Μεταρρυθμίσεις και φειδωλή δημοσιονομική πολιτική ζητά ο Τόμσεν από τα κράτη της ΕΕ
Ανανεώθηκε:
Στην αποσαφήνιση πως το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις κρατικές προσπάθειες για διατήρηση των δημοσίων χρεών στην ευρωζώνη σε βιώσιμα επίπεδα και δεν πρέπει να αποτελέσει δικαιολογία για μετάθεση του χρόνου των μεταρρυθμίσεων προχώρησε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τομέα του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν σε ανάλυση που δημοσίευσε σήμερα, Δευτέρα.
Ο Δανός αξιωματούχος του ΔΝΤ τόνισε πως την παρούσα περίοδο πρέπει να επανεκτιμηθεί ο τρόπος χρήσης του περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου που διαθέτουν οι χώρες της ΕΕ χωρίς να επιβαρυνθούν αδικαιολόγητα οι μελλοντικοί φορολογούμενοι.
«Όσο μεγαλύτερη είναι η ύφεση, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ανάγκη να στοχεύσουμε προσεκτικά την στήριξη μας», ανέφερε.
Ο ίδιος στάθηκε στην ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να βοηθηθούν τα κράτη μέλη. Όπως σημείωσε, εστιάζοντας σε χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία ή σε χώρες με λιγότερο δημοσιονομικό χώρο, χαμηλότερα επίπεδα εισοδήματος και μεγαλύτερη περιβαλλοντική ζημία, το πακέτο «Next Generation EU» της ΕΕ έχει ως στόχο να βελτιώσει τα πράγματα για την ενιαία αγορά στο σύνολό της.
«Ωστόσο, για να γίνει αυτό, είναι ζωτικής σημασίας να χρησιμεύσει ως καταλύτης και όχι ως υποκατάστατο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής», σημείωσε ο Τόμσεν, αποσαφηνίζοντάς πως η ευθύνη για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των χρεών θα παραμείνει σε εθνικό επίπεδο.
Αναφερόμενος στην νομισματική πολιτική στην ΕΕ είπε πως θα πρέπει να παραμείνει έντονα εξυπηρετική.
«Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν να παρέχουν ουσιαστικά κίνητρα και να διασφαλίζουν ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα παραμείνουν ρευστές. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι τα επιτόκια πολιτικής πρέπει να παραμείνουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα προς το παρόν, υποστηριζόμενα από καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων», είπε.
Ξεκαθάρισε πάντως πως μόλις περάσει η περίοδος της κρίσης, θα υπάρξει ανάγκη για «ενδοσκόπηση» που θα αντικατοπτρίζει τα πολλά χρόνια των χαμένων στόχων για τον πληθωρισμό και θα εστιάζει στον τρόπο σωστής οριοθέτησης της νομισματικής πολιτικής από τη δημοσιονομική πολιτική. «Η στρατηγική επισκόπηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παραμένει τόσο ουσιαστική όσο ποτέ», υπογράμμισε .
Τέλος, σημείωσε πως μια άλλη βασική προτεραιότητα κατά την επόμενη περίοδο θα είναι η διασφάλιση της αδιάλειπτης παροχής τραπεζικής πίστωσης στην οικονομία.
«Προς το παρόν, οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν το κεφάλαιο και τη ρευστότητα που χρειάζονται για να επεκτείνουν τις πιστώσεις. Όμως, καθώς αυτή η κρίση εξελίσσεται, θα υπάρξουν πολλές αθετήσεις υποχρεώσεων, και αυτές θα μπορούσαν να διαβρώσουν τα τραπεζικά αποθέματα ασφαλείας και την ικανότητα δανεισμού. Ενδεχομένως, ένας βρόχος ανατροφοδότησης αυτής της κρίσης μπορεί να είναι ο χρόνος: όσο μεγαλύτερη θα είναι η πανδημία, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πιστωτική διαταραχή και τόσο πιο αργή θα είναι η μετά την πανδημία ανάκαμψη. Είναι ζωτικής σημασίας οι επόπτες να προετοιμάσουν τις τράπεζες για το επόμενο τεστ», τόνισε ο Τόμσεν, προσθέτοντας πως σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μπορεί να αποδειχθεί απαραίτητη.
Καταλήγοντας τόνισε πως εν μέσω της κρίσης θα πρέπει να τεθούν οι βάσεις για την επόμενη ημέρα. «Οι πρωταρχικοί πολιτικοί στόχοι δεν είναι ένας, αλλά δύο: να σωθούν ζωές τώρα και να διασφαλιστεί ότι η Ευρώπη θα αναδειχθεί σε μια πιο πράσινη και ασφαλή οικονομία μακροπρόθεσμα, ένας τόπος όπου οι μελλοντικές γενιές θα μπορούν να ευδοκιμήσουν ισότιμα», ανέφερε ο Τόμσεν.