Αντιμέτωπο με υλικές στερήσεις και εισοδηματική φτώχεια μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας
Πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση του κορωνοϊού σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας ήταν αντιμέτωπο με την υλική στέρηση και την εισοδηματική φτώχεια. Η πανδημία ήλθε να επιβαρύνει πρόσθετα αυτό το κομμάτι του πληθυσμού που έχει υποφέρει τα μέγιστα την τελευταία δεκαετία.
H Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε σήμερα τους δείκτες που αφορούν στην υλική στέρηση και στις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, όπως προκύπτουν από τη δειγματοληπτική Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2019.
Από τη μελέτη των δεικτών για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών), δεν αφορά μόνο το φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.
Κατά τη διάρκεια των ετών από το 2009 και μετά, παρατηρείται αύξηση της υλικής στέρησης (δηλαδή αύξηση του πληθυσμού που, λόγω οικονομικών δυσκολιών, στερείται τεσσάρων τουλάχιστον από τα εννέα βασικά αγαθά και υπηρεσίες από αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω) με τα ποσοστά για τα έτη 2009, 2010, 2011, 2012, 2014, 2015, 2016, 2017 και 2018 να ανέρχονται αντίστοιχα σε 11,0%, 11,6%, 15,2%, 19,5%, 21,5%, 22,2%, 22,4%, 21,1% και 16,7%.
Το ποσοστό της υλικής στέρησης για το 2019 εκτιμάται σε 16,2%, δηλαδή, μειώθηκε κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018.
Σύμφωνα με την έρευνα:
-Το 6,6% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,1% μέτρια, ενώ το 79,3% πολύ καλή ή καλή υγεία. Το δε 23,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας
-Το 9,5% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,6% είχε, αλλά όχι πάρα πολύ.
-Το 9,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 19,5% και 7,1%, αντίστοιχα.
-Το 9,5% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 16,2% και 8,1%.
-Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,7% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,0% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 45,7% για τον φτωχό πληθυσμό.
-Το 37,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 6,1%.
-Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 17,9%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 34,1% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 14,3%.
-Το 73,0% των φτωχών νοικοκυριών και το 42,2% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 380 ευρώ.
-Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 20,3% των νοικοκυριών, ενώ ποσοστό 16,0% των νοικοκυριών αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.
-Το 45,4 % των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.
-Το 58,6% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών4 , όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ..
-Το 64,8% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
-Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της Χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.921 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.640 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 1.982 ευρώ.
-Το 19,2% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,5% των μη φτωχών νοικοκυριών και το 9,7% του συνόλου των νοικοκυριών δε διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 6,3% των φτωχών νοικοκυριών, το 1,7% των μη φτωχών και το 2,5% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας.
-Το 17,3% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) με φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και το μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 38,3% και 13,0%.
-Το 32,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και το μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 55,9% και 27,2%.
-Το 40,5% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 68,0% για το φτωχό πληθυσμό και στο 34,9% για το μη φτωχό πληθυσμό.
-Το 5,4% του πληθυσμού δεν διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και το μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 15,3% και 3,3%.
Ο κίνδυνος φτώχειας
Η πανδημία αποτελεί μεγάλο πισωγύρισμα και σε σχέση με την αντιμετώπιση της φτώχειας στην Ελλάδα. Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2019 της ΕΛΣΤΑΤ, o πληθυσμός που το 2019 βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανερχόταν στο 30% (3.161.900 άτομα) του πληθυσμού της χώρας, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2018 κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (3.348.500 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 31,8% του πληθυσμού).
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε το 2019 σε 9.382 ευρώ, υψηλότερο κατά 3,9% από το προηγούμενο έτος.
Το κατώφλι της φτώχειας ανήλθε το 2019 στο ποσό των 4.917 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 10.326 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών. Το 2019 το 17,9% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 698.454 σε σύνολο 4.123.242 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.881.600 στο σύνολο των 10.534.857 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,4% ενώ μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 17,9%.
Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 31,6% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 83,2%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 16,8%.