Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Η αναζωπύρωση της υγειονομικής κρίσης η μεγαλύτερη απειλή
Τον κίνδυνο να επανακάμψει η υγειονομική κρίση του κορωνοϊού με έξαρση του αριθμού των κρουσμάτων θεωρεί το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο ως το βασικότερο κίνδυνο για την οικονομία εντός του 2020.
Στην εαρινή έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο αναφέρει πως σε αυτή την περίπτωση η προβλεπόμενη ύφεση θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο και τα νέα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που θα πρέπει να ληφθούν, θα επιβαρύνουν περαιτέρω τον κρατικό προϋπολογισμό.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι όπως αποτυπώνεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2020, οι συνολικές δημοσιονομικές επιπτώσεις για τον προϋπολογισμό του 2020 θα ανέλθουν σε περίπου 9,5 δισ. ευρώ.
Δημοσιονομική επίπτωση εντός του 2020 σημαίνει ότι είτε επιβαρύνεται ευθέως ο προϋπολογισμός 2020 λόγω αύξησης δαπάνης, είτε η επιβάρυνση προκύπτει λόγω έκπτωσης φόρου-μείωσης φορολογικού συντελεστή, είτε λόγω των μεταθέσεων είσπραξης εσόδων στο μέλλον. Στην τελευταία περίπτωση, ως δημοσιονομική επίπτωση στον προϋπολογισμό του 2020 καταγράφεται η απώλεια εσόδων, τα οποία επρόκειτο να εισπραχθούν εντός του 2020 αλλά λόγω των παρεμβάσεων, η είσπραξη μετατίθεται για μετά το 2020.
Από το σύνολο των προβλεπόμενων παρεμβάσεων των 9,5 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι το 73,7% αφορά σε μεταβιβαστικές πληρωμές, 16,4% αφορά σε δημοσιονομικές επιπτώσεις που προκαλούνται από παράταση/αναστολή πληρωμής φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, 3,6% αφορούν σε φορολογικές ελαφρύνσεις και 6,3% του ύψους των παρεμβάσεων εκτιμάται ότι θα κατευθυνθεί σε δημόσια κατανάλωση.
Η έκθεση θυμίζει ότι όλοι οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2020 έχουν ανασταλεί. «Ωστόσο δεν είναι γνωστό τι θα συμφωνηθεί για τα επόμενα χρόνια με τους Ευρωπαίους εταίρους, επί του θέματος. Η πιθανότητα επαναφοράς περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων τα επόμενα χρόνια θα θέσει σε κίνδυνο την ανάκαμψη», αναφέρει.
«Οι αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα είναι καθοριστικής σημασίας ως προς τη διαμόρφωση των προοπτικών της ευρωπαϊκής οικονομίας και των οικονομιών των κρατών-μελών. Η δυσκολία να επιτευχθεί πολιτική συμφωνία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τόσο για το είδος των παρεμβάσεων όσο και για την έκταση αυτών, ενισχύουν την αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υιοθετήσει τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της ύφεσης», καταλήγει.
Σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί για την ανάσχεση της ύφεσης, ως κομβικής σημασίας αναφέρεται η έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή των εγγυήσεων ύψους 2 δισ. ευρώ που θα δοθούν μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Η έκθεση σημειώνει πως αν και η κυβέρνηση έχει δηλώσει πως οι εγγυήσεις αυτές αναμένεται να κινητοποιήσουν συνολικούς πόρους 7 δισ. ευρώ, ωστόσο η πρόβλεψη αυτή ενδεχομένως να αποδειχθεί υπεραισιόδοξη.
«Επιπρόσθετα», συνεχίζει, «οι πιστώσεις που θα κατευθυνθούν προς τα εγγυημένα δάνεια πιθανόν να μην αποτελέσουν νέους πρόσθετους χρηματοδοτικούς πόρους που θα αυξάνουν τη συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας, αλλά απλή ανακατεύθυνση υφιστάμενων κεφαλαίων, που θα είχαν διατεθεί ούτως ή άλλως στην αγορά από τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά σε άλλους δανειολήπτες.
Στην περίπτωση αυτή, τονίζει, είναι πιθανό η κρατική παρέμβαση να αποκτήσει και μια στρεβλωτική διάσταση, στο μέτρο που μπορεί να μετατοπίσει χρηματοδοτήσεις προς λιγότερο αποδοτικά επενδυτικά σχέδια. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών και ενδεχομένως σε δημιουργία μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων, με πιθανές αυξημένες καταπτώσεις και κατ’ ακολουθία πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος».