Κορωνοϊός: Πώς οι θεσμικές διευκολύνσεις ΕΚΤ και Κομισιόν στηρίζουν τις ελληνικές τράπεζες
Οι σημαντικές διευκολύνσεις που έχουν δοθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο στις τράπεζες, παρέχουν και στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα τη δυνατότητα να σταθούν όρθια εν μέσω της κρίσης του κορωνοϊού και κυρίως να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις και τους δανειολήπτες την επόμενη ημέρα μετά την πανδημία. Και αυτό γίνεται χωρίς να απαιτηθούν «φρέσκα» κεφάλαια από τους μετόχους των τραπεζών.
Αναλυτικότερα, η πιο μεγάλη διευκόλυνση έως σήμερα έχει προέλθει από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ (SSM), ο οποίος μείωσε με απόφασή του τα ελάχιστα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή η κίνηση είχε μεγάλη επίπτωση στις ελληνικές τράπεζες, καθώς δημιούργησε αθροιστικά και για τα 4 συστημικά τραπεζικά ιδρύματα, ένα απόθεμα κεφαλαίων 10- 11 δισ. ευρώ το οποίο οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιήσουν κατά το δοκούν και κυρίως για να προχωρήσουν σε νέες χορηγήσεις.
Παράλληλα, μετά από τις παρεμβάσεις της ΕΕ στο μέτωπο των λογιστικών προτύπων και ειδικά όσον αφορά στο Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικών Αναφορών 9, το γνωστό IFRS 9, τα δάνεια που δεν θα εξυπηρετούνται λόγω των επιπτώσεων του κορωνοϊού δεν θα δημιουργούν προβλέψεις, ούτε θα προσμετρούνται στα μη εξυπηρετούμενα.
Μια ακόμη σημαντική παράμετρος για τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα είναι πως τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα μείωσης των «κόκκινων» δανείων που είχαν τεθεί έως το 2021 εγκαταλείπονται. Πλέον, ο στόχος των ελληνικών τραπεζών για να περιορίσουν τα «κόκκινα» δάνεια τους κάτω από τα 30 δισ. ευρώ μέσα σε διάστημα 20 μηνών δεν είναι σε ισχύ.
Μια ακόμη πτυχή που διευκολύνει τις τράπεζες είναι ο σχεδιασμός για τη χορήγηση κρατικών εγγυήσεων σε επιχειρήσεις προκειμένου να λάβουν νέα δάνεια. Η αύξηση των τραπεζικών χορηγήσεων με κρατική εγγύηση είναι κάτι που μειώνει τους κινδύνους για τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών, περνώντας τον κίνδυνο στο Δημόσιο.
Πάντως, το υπουργείο Οικονομικών δεν θα αφήσει να επαναληφθούν υπερβολές του παρελθόντος. Να σημειωθεί πως την τελευταία διετία θεσμοί, τράπεζες και Δημόσιο έχουν εμπλακεί σε σύνθετες διαβουλεύσεις για το ζήτημα της ρύθμισης παλαιών καταπτώσεων κρατικών εγγυήσεων ύψους 2 δισ. ευρώ που είχαν χορηγηθεί για δάνεια ιδιωτών και επιχειρήσεων, τα οποία όμως «κοκκίνισαν» τα τελευταία χρόνια θεωρούνται ανεπίδεκτα είσπραξης.
Ο αναβαλλόμενος φόρος
Όλα τα παραπάνω διευκολύνουν τις τράπεζες και σε επίπεδο ρευστότητας και σε επίπεδο κεφαλαίων και στο κομμάτι της κερδοφορίας. Και το τελευταίο είναι σημαντικό, διότι η ύπαρξη κερδών -και κυρίως μελλοντικών- απομακρύνει το ενδεχόμενο αύξησης της συμμετοχής του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών, λόγω του σχήματος της αναβαλλόμενης φορολογίας.
Σύμφωνα όμως με τις διατάξεις των Νόμων 4172/2013 και 4465/2017 περί αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις στα πιστωτικά ιδρύματα από το 2017 και μετά, να μετατρέψουν τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις τους που σχετίζονται με συγκεκριμένες ζημίες (PSI, συσσωρευμένες προβλέψεις, λογιστικές διαγραφές, και οριστικές ζημίες λόγω μεταβίβασης δανείων), σε απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου.
Η απαίτηση συμψηφίζεται με τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος του νομικού προσώπου του φορολογικού έτους στο οποίο αφορούν οι εγκριθείσες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υποχρεούνται στην έκδοση παραστατικών τίτλων δικαιωμάτων κτήσεως κοινών μετοχών (δικαιώματα μετατροπής) υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου που αντιστοιχούν σε κοινές μετοχές συνολικής αγοραίας αξίας ίσης με το 100% του ποσού της οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης και στο σχηματισμό ισόποσου ειδικού αποθεματικού προοριζόμενο αποκλειστικά για την αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου.
Η αναγνώριση αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, καθώς και η ενδεχόμενη μετατροπή τους σε απαιτήσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά από τη δυσμενή αλλαγή των κανονισμών που διέπουν τον χειρισμό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά κεφάλαια και την αλλαγή στην ερμηνεία των προαναφερθέντων τροποποιήσεων της νομοθεσίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην περίπτωση όπου κάποιος από τους ανωτέρω κινδύνους λάβει χώρα, αυτό πιθανόν θα έχει δυσμενή επίπτωση στην επάρκεια των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών.
Πάντως, αρμόδιες κυβερνητικές πηγές ξεκαθαρίζουν πως τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει ως προς τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και ως προς τις διατάξεις των Νόμων 4172/2013 και 4465/2017.