Κορωνοϊός: Αυξημένες οι ανάγκες ρευστότητας των τραπεζών – Το παράδοξο της ΕΚΤ
Η πιο σημαντική και άμεση επίπτωση που προκαλεί η κρίση του κορωνοϊού στις ελληνικές τράπεζες είναι ότι ασκεί πιέσεις στη ρευστότητά τους. Από τη μια φρενάρει την αύξηση των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, από την άλλη αυξάνει τις ανάγκες έκτακτης χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Μέχρι σήμερα τα πιστωτικά ιδρύματα καλύπτουν τις ανάγκες ρευστότητας τους από τις καταθέσεις πελατείας, μέσω repos στην διατραπεζική αγορά, με καλυμμένα ομόλογα, αλλά και μέσα από τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα TLTRO, τις στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ.
Η κρίση του κορωνοϊού ενδέχεται να επηρεάσει όλες τις παραπάνω πηγές άντλησης ρευστότητας εκτός από τις πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της κεντρικής τράπεζας. Εάν αυτό το δυσμενές σενάριο επαληθευθεί τότε με τα σημερινά δεδομένα, τα πιστωτικά ιδρύματα θα έχουν μόνον δύο επιλογές: είτε να απευθυνθούν για την άντληση ρευστότητας στον Μηχανισμό Έκτακτης Ρευστότητας (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος, είτε στο Ελληνικό Δημόσιο.
Και το ένα σενάριο και το άλλο θα παρέπεμπαν σε έκτακτες συνθήκες αντίστοιχες με εκείνες της Μνημονιακής περιόδου και δεν είναι συμβατές με το κεκτημένο της «κανονικότητας» που με τόσο κόπο έχει κατακτήσει η Ελλάδα.
Το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να απευθυνθούν για ρευστότητα στην ΕΚΤ σχετίζεται με το ότι δεν διαθέτουν collateral που να διαθέτουν την επενδυτική βαθμίδα. Πιο απλά η ΕΚΤ δεν δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως επαρκή διασφάλιση, καθώς αυτά δεν έχουν την ελάχιστη επενδυτική διαβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης.
Για όσους δεν το ξέρουν, οι αγορές περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ παρέχουν πολύτιμη νομισματική στήριξη σε ένα πλαίσιο όπου τα βασικά επιτόκια του ευρώ έχουν διαμορφωθεί στο κατώτερο όριό τους. Οδηγούν δε σε περαιτέρω χαλάρωση των νομισματικών και των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, μειώνοντας το κόστος πρόσβασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε χρηματοδότηση. Το γεγονός αυτό τείνει να στηρίζει τις επενδύσεις και την κατανάλωση και εντέλει συμβάλλει στην επάνοδο του πληθωρισμού.
Η Ελλάδα είναι σήμερα στο παράδοξο σημείο να έχει κάνει τις πιο επώδυνες μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη για μια δεκαετία και η σταθερότητα του πιστωτικού της συστήματος και συνολικά της οικονομίας της να είναι επισφαλής, διότι δεν μπορεί μέσα σε μια εξαιρετικά έκτακτη συγκυρία να αντλήσει φθηνή ρευστότητα από την ΕΚΤ, για λόγους «γραφειοκρατίας». Να υπενθυμίσουμε πως όταν η Ελλάδα ήταν σε Μνημόνιο η ΕΚΤ έκανε δεκτά τα ελληνικά ομόλογα στις πράξεις νομισματικής πολιτικής της. Από τον Αύγουστο του 2018 και μετά όμως δεν τα κάνει αποδεκτά διότι δεν έχουν την επενδυτική βαθμίδα.
Σύμφωνα με το άρθρο 18.1 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όλες οι πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος πρέπει να βασίζονται σε επαρκή ασφάλεια, δηλαδή να δίνονται στην ΕΚΤ ως διασφάλιση assets με καλή πιστοληπτική διαβάθμιση. Το Ευρωσύστημα έχει αναπτύξει ένα ενιαίο πλαίσιο για τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία, το οποίο εφαρμόζει σε όλες τις πιστοδοτικές πράξεις του. Αποδέχεται δε ένα ευρύ φάσμα περιουσιακών στοιχείων ως ασφάλεια για τις πράξεις που διενεργεί. Το Ευρωσύστημα διατηρεί και το δικαίωμα να αποφαίνεται αν η έκδοση, ο εκδότης, ο οφειλέτης ή ο εγγυητής πληροί τα απαιτούμενα υψηλά κριτήρια πιστοληπτικής διαβάθμισης με βάση οποιεσδήποτε συναφείς κατά την κρίση του πληροφορίες και δικαιούται να απορρίπτει ή να περιορίζει τη χρήση περιουσιακών στοιχείων ή να εφαρμόζει συμπληρωματικές περικοπές αποτίμησης εάν αυτό είναι αναγκαίο.
Στη βάση της συγκεκριμένης «ευχέρειας» η ηγεσία της ΕΚΤ θα μπορούσε για όσο διαρκεί η κρίση του κορωνοϊού να κάνει αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα στις πράξεις νομισματικής πολιτικής με τις οποίες παρέχει ρευστότητα και ενδοημερήσιες πιστώσεις. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να διασφαλίσει πολύ μεγάλα αποθέματα ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και να πετύχει στην πράξη το ρόλο της που είναι η διασφάλιση τα σταθερότητας και των τιμών. Θα αποδείκνυε δε στην πράξη πως έχει τη βούληση να βοηθήσει όλα ανεξαιρέτως τα κράτη για όσο διαρκεί αυτή η έκτακτη κατάσταση. Κάτι που διατράνωσε η Κριστίν Λαγκάρντ κατά τις ανακοινώσεις της την παρελθούσα Πέμπτη.
Εκείνος που έχει την αρμοδιότητα να θέσει το αίτημα στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Και το μεγάλο ερώτημα είναι εάν θα το κάνει και πότε.