Κίνητρα αποκάλυψης χαμένων κληρονομιών από το ΥΠΟΙΚ
Κίνητρα αποκάλυψης Κοινωφελών Περιουσιών ή Σχολαζουσών Κληρονομιών που δεν έχουν περιέλθει στο Δημόσιο και τις οποίες εκμεταλλεύονται επιτήδειοι δίνει το υπουργείο Οικονομικών με απόφαση του υφυπουργού Απόστολου Βεσυρόπουλου που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Η απόφαση προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο που γνωρίζει στοιχεία ή πληροφορίες σχετικά με περιουσίες του Κώδικα Κοινωφελών Περιουσιών ή Σχολαζουσών Κληρονομιών, πρέπει να τα δηλώσει στη Διεύθυνση Κοινωφελών Περιουσιών του υπουργείου Οικονομικών και ως αντάλλαγμα θα λάβει αμοιβή έως και 10% της αξίας της περιουσίας η οποία θα έπρεπε να έχει περιέλθει στο Δημόσιο.
Η αμοιβή θα καταβάλλεται από τυχόν ρευστά διαθέσιμα, είτε μετά από ρευστοποίηση της περιουσίας, είτε από πόρους του κοινωφελούς ιδρύματος είτε ακόμα και από κεφάλαια του κρατικού προϋπολογισμού.
Αναλυτικά η υπουργική απόφαση προβλέπει τα εξής:
Άρθρο 1
Υποχρέωση υποβολής δήλωσης
- Κάθε πρόσωπο που γνωρίζει στοιχεία ή πληροφορίες σχετικά με περιουσίες του Κώδικα Κοινωφελών Περιουσιών και Σχολαζουσών Κληρονομιών, οφείλει να το δηλώσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στη Διεύθυνση Κοινωφελών Περιουσιών του Υπουργείου Οικονομικών. Η δήλωση αυτή θα πρέπει να περιέχει κατά το δυνατόν ακριβή στοιχεία και κάθε άλλη χρήσιμη λεπτομέρεια, σχετικά με την καταδειχθείσα περιουσία.
- Εφόσον η δήλωση γίνει σε άλλη δημόσια αρχή, η αρχή αυτή υποχρεούται άμεσα και εντός δέκα (10) ημερών το αργότερο από την περιέλευση σε αυτή, της σχετικής πληροφορίας, να τη διαβιβάσει στην ανωτέρω Διεύθυνση Κοινωφελών Περιουσιών.
- Η Διεύθυνση Κοινωφελών Περιουσιών οφείλει να εξετάσει τα παρεχόμενα στοιχεία και, εφόσον δεν υπάγονται στην αρμοδιότητά της, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 4182/2013, να τα αποστείλει στην αρμόδια Αποκεντρωμένη Διοίκηση.
Άρθρο 2
Προϋποθέσεις καταβολής χρηματικής αμοιβής
Η χρηματική αμοιβή καταβάλλεται στο δικαιούχο πρόσωπο, μετά την εκκαθάριση και την περιέλευση της περιουσίας στο Δημόσιο ή το φορέα εκτέλεσης κοινωφελούς σκοπού, με απόφαση της αρμόδιας, (κατά το άρθρο 1 του ν. 4182/2013), αρχής, ύστερα από γνώμη του αντίστοιχου Συμβουλίου Κοινωφελών Περιουσιών και εφόσον συντρέχει μία εκ των εξής προϋποθέσεων:
α) εάν έχει παρέλθει πενταετία από το θάνατο του διαθέτη ή δωρητή ή του κληρονομούμενου από το Δημόσιο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου στην έκτη τάξη και η αρμόδια αρχή δεν έλαβε γνώση της ύπαρξης της περιουσίας αυτής, από άλλη πηγή,
β) εάν είναι δυνατή αναψηλάφηση δίκης ή ανατροπή τελεσίδικης απόφασης ή συμβιβασμού, ως αποτέλεσμα της υποδείξεως αδικήματος από τον καταδείκτη, επιδικασθεί δε, (με τελεσίδικη απόφαση ή βούλευμα), η περιουσία στο Δημόσιο ή σε Νομικά Πρόσωπα ή σε Ιδρύματα.
Άρθρο 3
Ύψος αμοιβής
- Το ύψος της αμοιβής μπορεί να ανέρχεται σε ποσοστό έως 10% επί της αξίας της εκκαθαρισθείσας περιουσίας, ενώ για τον καθορισμό της, λαμβάνονται υπόψη αφενός η ακρίβεια και πληρότητα των παρεχόμενων από αυτόν πληροφοριών και στοιχείων, καθώς και οι κάθε είδους ενέργειές του, με τις οποίες τυχόν συνέβαλε στην ανάκτηση της περιουσίας.
- Ο υπολογισμός της αξίας της εκκαθαρισθείσας περιουσίας γίνεται, εφόσον απαιτείται, με εκτίμηση από πιστοποιημένο εκτιμητή.
Άρθρο 4
Κάλυψη δαπάνης αμοιβής
- Η δαπάνη της αμοιβής καλύπτεται από το ρευστό ενεργητικό της περιουσίας, εφόσον υπάρχει. Σε αντίθετη περίπτωση, κατά την κρίση του Δημοσίου ή του φορέα εκτέλεσης κοινωφελούς σκοπού, (αναλόγως σε ποιον περιέλθει η περιουσία), η δαπάνη δύναται να καλυφθεί είτε με τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων της περιουσίας είτε από τους πόρους του φορέα εκτέλεσης κοινωφελούς σκοπού, εφόσον η περιουσία περιέρχεται σ' αυτόν και επαρκούν οι πόροι του είτε τέλος από τον κρατικό προϋπολογισμό, αν η περιουσία περιέλθει στο Δημόσιο.
- Ο τρόπος κάλυψης της δαπάνης, συμπεριλαμβανομένου και του περιουσιακού στοιχείου, (εφόσον αυτό ρευστοποιηθεί), ορίζεται στην απόφαση του άρθρου 2 της παρούσας. Η ρευστοποίηση της περιουσίας γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν το φορέα, στον οποίο περιέρχεται η περιουσία.
- Εάν η δήλωση γίνεται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, η αμοιβή επιμερίζεται μεταξύ τους σε ποσοστά που καθορίζονται με την απόφαση του άρθρου 2 της παρούσης, ανάλογα με τη συμβολή καθενός και σε περίπτωση αμφιβολίας, κατά ίσα μέρη.