Πως η γερμανική «επιβολή» στο ΔΝΤ καταδίκασε το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης
Την επιρροή που είχε η Γερμανία στο ΔΝΤ το 2010, τις ευθύνες του τότε Γενικού Διευθυντή του Ταμείου Ντομινίκ Στρος Καν στο σχεδιασμό του ελληνικού προγράμματος και την αδυναμία της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου να συνδιαμορφώσει τις αποφάσεις για την Ελλάδα, αποκαλύπτει έκθεση που δημοσιοποίησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η έκθεση του ΔΝΤ επικεντρώνεται στο γιατί το Ταμείο αποφάσισε στις 20 Ιανουαρίου 2016 να προχωρήσει στην κατάργηση της «συστημικής εξαίρεσης» από τους κανόνες δανεισμού του.
Διαχρονικά για να χορηγήσει το ΔΝΤ δάνειο σε μια χώρα καθ’ υπέρβαση της ποσόστωσης της θα πρέπει να αποδειχθεί ότι το χρέος της μπορεί μεσοπρόθεσμα να καταστεί βιώσιμο. Παρακάμπτοντας αυτήν την προϋπόθεση το 2010 το ΔΝΤ είχε αποφασίσει να χορηγήσει τριετές δάνειο στην Ελλάδα ύψους 30 δισ. ευρώ επειδή υπήρχε σοβαρός κίνδυνος εξάπλωσης της κρίσης στην Ευρωζώνη. Αυτό δεν επαναλήφθηκε στο δεύτερο πρόγραμμα της Ελλάδας το 2012, προϋπόθεση του οποίου υπήρξε η αναδιάθρωση του χρέους.
Σε κάθε περίπτωση μετά από πιέσεις του Αμερικανικού Κογκρέσου το Δεκέμβριο του 2015 το ΔΝΤ αποφάσισε την κατάργηση της «συστημικής εξαίρεσης» και την αναμόρφωση των κανόνων δανεισμού του. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, το Ταμείο θα επιτρέπει τη χορήγηση μεγάλων δανείων σε χώρες που δεν έχουν «υψηλή πιθανότητα» βιωσιμότητας του χρέους τους, αφενός με την προϋπόθεση πως θα μπορούν να εξασφαλίζουν πιστώσεις υπό όρους που θα επιτρέπουν τη βελτίωση των προοπτικών βιωσιμότητας του χρέους τους, αφετέρου ότι θα δίνουν επαρκείς εγγυήσεις για τα κεφάλαια του Ταμείου.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως για να δανείζει το ΔΝΤ θα απαιτεί πλέον ανασχεδιασμό του υφιστάμενου χρέους που κατέχουν ιδιώτες με την επιμήκυνση των προθεσμιών αποπληρωμής του ή με άλλους όρους, αλλά όχι την πλήρη αναδιάρθρωσή του με μείωση των επιτοκίων ή του κεφαλαίου.
Η «αποφράδα» 25η Μαρτίου 2010
Ήταν 25 Μαρτίου 2010 όταν οι ηγέτες της ευρωζώνης υιοθέτησαν τη γαλλογερμανική πρόταση για μηχανισμό παροχής δανείων προς την Ελλάδα από άλλες χώρες της ΕΕ με μειοψηφική συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το κείμενο της συμφωνίας Μέρκελ - Σαρκοζί, έκτασης μιάμισης σελίδας, πήρε το πράσινο φως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο ηγετών της Ευρωζώνης με τη συμφωνία να προβλέπει πως το σχέδιο στήριξης θα ενεργοποιούταν μόνο σε περίπτωση ανάγκης και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Εκείνη η απόφαση δείχνει πως Μέρκελ και Ντομινίκ Στρος Καν είχαν προ- συμφωνήσει τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα χωρίς καν να έχει προσδιορισθεί από τις τεχνικές ομάδες του ΔΝΤ ποια ήταν η ακριβής κατάσταση της ελληνικής οικονομία και το εάν το ελληνικό χρέος ήταν βιώσιμο ή όχι. Να σημειωθεί πως η κυβέρνηση Παπανδρέου απεύθυνε επίσημο αίτημα στο ΔΝΤ για πρόγραμμα στήριξης στις 23 Απριλίου 2010, το οποίο εγκρίθηκε στις 9 Μαΐου.
Από τα γεγονότα προκύπτει πως η «συστημική εξαίρεση» για την Ελλάδα δεν αποφασίσθηκε στις 9 Μαΐου, αλλά στις 25 Μαρτίου όταν και η Γερμανία έθεσε ως όρο συμμετοχής της στο ελληνικό πρόγραμμα την παρουσία του ΔΝΤ. Αλλά αν και η Άνγκελα Μέρκελ μπορούσε να επιβάλει τις θέσεις της στη ζώνη του ευρώ και πολύ περισσότερο στην τότε ελληνική κυβέρνηση, το γεγονός της υπαναχώρησης του ΔΝΤ από το καταστατικό του και από τον κανόνα ότι δανείζει μόνον κράτη με βιώσιμο χρέος είναι κάτι για το οποίο ευθύνεται ο Ντομινίκ Στρος Καν.
Η «γερμανική» συστημική εξαίρεση
Το ΔΝΤ στην έκθεση τεκμηρίωσης που δημοσιοποίησε για τις αλλαγές στους κανόνες δανεισμού του αναφέρει πως η «συστημική εξαίρεση» απεδείχθη πως δεν ήταν τελικά σωστή, καθώς δεν απέτρεψε τη μετάδοση και διάχυση των επιπτώσεων της ελληνικής κρίσης σε άλλες χώρες της ευρωζώνης και καθυστέρησε την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους κάτι που είχε πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία.
Το ΔΝΤ επιρρίπτει εμμέσως ευθύνες στην πολιτική διαχείριση της ελληνικής κρίσης, καθώς σημειώνει πως οι πολιτικές δηλώσεις σχετικά με το ελληνικό πρόγραμμα έσπειραν τις αμφιβολίες για την κατάσταση χωρών της ζώνης του ευρώ με παρόμοια μεγέθη και έκαναν τους επενδυτές να αναθεωρήσουν τις πεποιθήσεις τους σχετικά με το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του χρέους σε αυτές τις χώρες. Ενδεικτικά η έκθεση σημειώνει πως η δήλωση της Ντοβίλ των Μέρκελ – Σαρκοζί που πρότεινε ότι οι ιδιώτες πιστωτές πρέπει να μοιραστούν το βάρος μελλοντικών χρεοκοπιών οδήγησε στην κλιμάκωση της ιρλανδικής κρίσης.
«Όταν η ελληνική κρίση κορυφώθηκε στις αρχές του 2010, ούτε οι θεσμικές ρυθμίσεις στη ζώνη του ευρώ, ούτε οι χρηματοοικονομικές αγορές ήταν έτοιμες για αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους σε μια νομισματική ένωση στην οποία μετείχαν στενά συνδεδεμένες προηγμένες οικονομίες. Σε αυτό το πλαίσιο, η συστηματική εξαίρεση αγόρασε χρόνο για να αποκτηθούν οι απαραίτητες αντιπυρικές ζώνες. Όμως, η αποτελεσματικότητα του ελληνικού προγράμματος διάσωσης στον μετριασμό της μετάδοσης της κρίσης ήταν μειωμένη», αναφέρει η έκθεση και προσθέτει πως σε μεταγενέστερο χρόνο οι χαράσσοντες την πολιτική στη ζώνη του ευρώ αποδέχθηκαν ότι οι όροι της χρηματοδότησης της Ελλάδος από τον επίσημο τομέα έπρεπε να βελτιωθούν για να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (δηλαδή ότι τα επιτόκια του πρώτου ευρωπαικού προγράμματος ήταν πολύ υψηλά).
Στην έκθεση τεκμηρίωσης του ΔΝΤ επισημαίνεται πως στην περίπτωση της Ελλάδα το 2010 δεν περιλήφθηκε στο πρόγραμμα αναδιάρθρωση του χρέους με έγκριση της ίδιας της χώρας. Ωστόσο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναφέρει πως αν και κατά την τέταρτη αναθεώρηση του προγράμματος (Απρίλιος 2011) κατέστη σαφής η ανάγκη για τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (κούρεμα) στο ελληνικό πρόγραμμα, αυτή η πρόβλεψη δεν έγινε όμως σαφής στην τέταρτη έκθεση του προσωπικού του Ταμείου (την κατάρτισε ο Πόουλ Τόμσεν) κάτι που κατά το ΔΝΤ αντανακλούσε τις ακόμη εν εξελίξει συζητήσεις στο πλαίσιο του επίσημου τομέα για το σχεδιασμό και την έκταση της ελάφρυνσης του χρέους, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των φόβων μετάδοσης και διάχυσης των επιπτώσεων σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Η καταγραφή των γεγονότων από το ΔΝΤ συνοψίζεται στο ότι η μη έγκαιρη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2010 ήταν επιβλαβής και για την Ελλάδα και για την ευρωζώνη και για το Ταμείο και πως η «συστημική εξαίρεση» λειτούργησε βλαπτικά, αφενός διότι απετέλεσε απόκλιση από τις δοκιμασμένες πρακτικές του Ταμείου, αφετέρου διότι υποκατέστησε την οικονομική λογική με την πολιτική σκοπιμότητα.