Σεβασμό στα δημοσιονομικά περιθώρια ζητεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής
Συστάσεις για τα δημοσιονομικά μεγέθη, αλλά και προειδοποιήσεις ώστε η κατανομή του όποιου δημοσιονομικού περιθωρίου να γίνει με τρόπο που δεν θα θέτει σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία της χώρας, απευθύνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην τριμηνιαία έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.
Στην έκθεση τονίζεται πως «όσον αφορά το εσωτερικό περιβάλλον, η βασική εστία ανησυχίας αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη».
Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται πως τα μηνιαία δημοσιονομικά στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού ήδη από τον Απρίλιο, παρουσιάζουν σημαντική επιδείνωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
«Η υστέρηση αυτή δεν είναι εμφανής σε ταμειακούς όρους αλλά προκύπτει εφόσον επιβληθούν οι λογιστικές προσαρμογές του ESA και του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας», αναφέρει η έκθεση και εξηγεί πως με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, το πρωτογενές αποτέλεσμα του πρώτου εξαμήνου έχει επιδεινωθεί κατά 2,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους.
«Ένα μέρος της υστέρησης οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες όπως τα μειωμένα έσοδα και οι αυξημένες δαπάνες από το ΠΔΕ και το μειωμένο μέρισμα από την Τράπεζα της Ελλάδος», σημειώνεται στην έκθεση και τονίζεται πως σημαντικό μέρος οφείλεται στα επεκτατικά μέτρα που νομοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση και αναμένεται να διευρυνθεί από την επιπρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ (205 εκατ. ευρώ) που νομοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση.
«Λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 και τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμούμε ότι ο στόχος του 3,5% για το 2019 παραμένει εφικτός, ωστόσο, έχουν αυξηθεί οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι», σημειώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Κατά τους συντάκτες της έκθεσης, η Ελλάδα εξήλθε από μια μακροχρόνια ύφεση και η ανάκαμψη που ξεκίνησε το 2017 μπορεί να απειληθεί από την επιβράδυνση που υπάρχει στην υπόλοιπη Ευρωζώνη.
«Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ γίνεται περισσότερο επεκτατική, ωστόσο, η χώρα μας δεν επωφελείται επαρκώς από τις ευνοϊκές επιδράσεις της νομισματικής χαλάρωσης. Στο προσεχές διάστημα, θα πρέπει να προωθηθούν οι απαραίτητες ενέργειες που θα διασφαλίσουν την αναβάθμιση των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε επενδυτική βαθμίδα ώστε να γίνουν επιλέξιμα για συμμετοχή σε ένα νέο γύρο νομισματικής χαλάρωσης εκ μέρους της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού για το σύνολο της οικονομίας και θα έχει ευνοϊκές επιδράσεις στη βιωσιμότητα του χρέους και στους ρυθμούς ανάπτυξης», αναφέρουν.
Στο σημείο αυτό τα στελέχη του Γραφείου τονίζουν πως πέρα όμως από τη νομισματική χαλάρωση θα πρέπει και η δημοσιονομική πολιτική να συνηγορήσει προς την ίδια κατεύθυνση. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνουν πως η μείωση των δημοσιονομικών στόχων αποτελεί εύλογο αίτημα από την πλευρά της χώρας μας και δηλωμένη πρόθεση σχεδόν του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων.
«Ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος θα μπορούσε να επιτρέψει τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας, υποστηρίζοντας τελικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης», τονίζουν για το θέμα, αλλά προειδοποιούν πως αν και η κατανομή του δημοσιονομικού χώρου αποτελεί ζήτημα πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης, «προϋποθέτει όμως σεβασμό στα δημοσιονομικά περιθώρια προκειμένου να μην τεθεί σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία της χώρας».