ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ρέγκλινγκ: Τα προαπαιτούμενα είναι παρελθόν για την Ελλάδα

Ρέγκλινγκ: Τα προαπαιτούμενα είναι παρελθόν για την Ελλάδα
AP Photo

«Η Ελλάδα δεν είναι σε πρόγραμμα. Συνεπώς, δεν έχουμε πρόθεση να επιβάλλουμε οποιαδήποτε αιρεσιμότητα. Αυτό είναι παρελθόν», τόνισε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξή του στην Καθημερινή.

«Αυτό που μετράει για μας είναι να τονωθεί η ανάπτυξη. Είμαστε σίγουροι ότι η νέα κυβέρνηση έχει τη σωστή προσέγγιση και ότι η Ελλάδα θα επιτύχει βιωσιμότητα του χρέους. Συνεπώς, θα δώσουμε την ειλικρινή συμβουλή μας για το τι είναι καλό για την ανάπτυξη και τι όχι. Αυτές οι συνομιλίες θα συνεχιστούν πολύ σύντομα,. Αλλά ξανά: Αυτό που είδα τις τελευταίες μέρες είναι ότι η νέα κυβέρνηση έχει σαφή πρόθεση να πάρει πρωτοβουλίες, που θα είναι καλές για την ανάπτυξη», διευκρίνισε.

Ο Ρέγκλινγκ τόνισε πως «ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Οικονομικών επιβεβαίωσαν στις συνομιλίες μας τις προηγούμενες μέρες ότι θα τηρήσουν αυτούς τους στόχους» που έχουν συμφωνηθεί για την Ελλάδα και δήλωσε «ευτυχής που η κυβέρνηση έχει τον σαφή στόχο της προώθησης της ανάπτυξης».

Ερωτώμενος εάν τα «χαμηλότερα επιτόκια αλλάζουν την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους», απάντησε:

«Σίγουρα. Κάθε χρόνο κάνουμε μια ανάλυση βιωσιμότητας και βλέπουμε πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Το κάνουμε με 40ετή χρονικό ορίζοντα. Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα, αλλά πρέπει να το κάνουμε και μετά θα δούμε το αποτέλεσμα. Επί του παρόντος, ωστόσο, η ερώτηση δεν έχει σημασία. Ανησυχούμε λίγο γιατί η ανάπτυξη δεν ήταν τόσο υψηλή όσο ελπίζαμε. Οι τελευταίες αποφάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης, τους τελευταίους 2-3 μήνες πριν τις εκλογές, δεν ήταν φιλοαναπτυξιακές. Αναφέρομαι σε συγκεκριμένα δημοσιονομικά μέτρα, στη φορολογία και στο γεγονός της υποεκτέλεσης του προϋπολογισμού επενδύσεων. Αυτά κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτό που επισημάνατε και από αυτό που προσπαθεί να πετύχει η νέα κυβέρνηση. Έτσι, πρέπει να περιμένουμε και να δούμε».

Ο ίδιος επανέλαβε την ανησυχία του ότι οι φετινοί στόχοι ενδέχεται να μην επιτευχθούν, ωστόσο δήλωσε πως «ο υπουργός Οικονομικών πιστεύει πως ο δημοσιονομικός στόχος θα επιτευχθεί, άρα θα το αναλύσουμε πολύ προσεκτικά».

Σε ερώτηση για την κατάργηση του αφορολόγητου από την προηγούμενη κυβέρνηση έκανε λόγο για ανάγκη «διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, με σκοπό να επιτραπεί μια μείωση των φορολογικών συντελεστών. Έχουμε μια κατάσταση όπου ένα σχετικά μικρό ποσοστό του εργαζόμενου πληθυσμού πληρώνει πραγματικά φόρους, υψηλούς σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ή του ΟΟΣΑ. Γι’ αυτό το συγκεκριμένο μέτρο συμφωνήθηκε πριν από καιρό και απογοητευθήκαμε που ανετράπη. Ολοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κατέστησαν σαφές ότι απογοητευθήκαμε».

«Νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε ότι οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι υψηλοί. Επομένως, η μείωση ορισμένων φορολογικών συντελεστών, ιδίως στο εισόδημα, φυσικών και νομικών προσώπων, και η προσαρμογή τους με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι μάλλον θετική. Αυτό δεν ισχύει για όλους τους φόρους. Για παράδειγμα, οι φόροι κατανάλωσης είναι διαφορετική περίπτωση», είπε ακόμη.

Σε σχέση με τον ΦΠΑ και το εάν είναι πολύ υψηλός τόνισε πως «είναι μέσα στα όρια που επιτρέπουν οι οδηγίες της ΕΕ και η μείωση συγκεκριμένων φόρων είναι πιο φιλοαναπτυξιακή από τη μείωση άλλων» και δήλωσε πως «μας ενδιαφέρει πώς θα βγουν οι αριθμοί στο τέλος. Γιατί αν οι φόροι μειωθούν και υπάρχει κενό στον προϋπολογισμό, αυτό πρέπει κάπως να καλυφθεί και δεν έχουμε δει τις λεπτομέρειες επ’ αυτού. Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί κριτική για την κυβέρνηση, αφού ανέλαβε καθήκοντα εδώ και μόλις πάνω από μια εβδομάδα. Είμαι σίγουρος ότι θα συζητήσουμε για όλο τον προϋπολογισμό όταν η αποστολή επιτρέψει το Σεπτέμβριο».

«Η Ελλάδα δεν είναι σε πρόγραμμα», επανέλαβε σε άλλο σημείο της συνέντευξής του και τόνισε πως «δεν είναι δουλειά μας να εγκρίνουμε συγκεκριμένα μέτρα. Αλλά θα δώσουμε τη άποψή μας στο κατά πόσον συμφωνούμε ότι τα μέτρα είναι φιλοαναπτυξιακά και στο κατά πόσον η βιωσιμότητα του χρέους επιτυγχάνεται. Αυτό περιλαμβάνει τους δημοσιονομικούς στόχους».

«Συνολικά, η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, περιλαμβανομένου του τρίτου προγράμματος. Αυτό είναι πολύ ευπρόσδεκτο. Η ανάπτυξη επέστρεψε, η ανεργία είναι 10% χαμηλότερη από την κορύφωσή της, άρα αυτό είναι καλό, αν και παραμένει υψηλή. Αλλά γνωρίζουμε, επίσης, ότι σε συγκεκριμένους τομείς η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν διστακτική στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που οι θεσμοί θεωρούσαν χρήσιμες για την ανάπτυξη. Γνωρίζετε για τα 15 σημεία που αναφέρθηκαν στην τελευταία έκθεση εποπτείας, όπου είδαμε ελάχιστη ή καθόλου πρόοδο. Το βρίσκω ενθαρρυντικό ότι η νέα κυβέρνηση θέλει να αντιμετωπίσει αυτά τα θέματα για να προωθήσει την ανάπτυξη. Υπάρχουν μια σειρά από παραδείγματα όπου θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερα, προς το συμφέρον του ελληνικού λαού. Χρειάζονται νομικές μεταρρυθμίσεις, καθώς ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί μια δικαστική υπόθεση στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερος από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η δημόσια διοίκηση πρέπει να μεταρρυθμιστεί. Οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν διστακτικές κατά καιρούς και συγκεκριμένες δημόσιες επιχειρήσεις δεν διοικούνται σωστά. Η ΔΕΗ είναι ένα παράδειγμα, όπου φαίνεται πως υπήρχε πολιτική παρέμβαση στο παρελθόν. Αυτό οδήγησε στα οικονομικά προβλήματα που βλέπουμε τώρα. Επομένως, θεωρώ ότι υπάρχει μια πλήρης ατζέντα και οι συνομιλίες μου εδώ είναι ενθαρρυντικές: Η νέα κυβέρνηση σαφώς λέει ότι είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα», τόνισε συνεχίζοντας.

Ερωτώμενος «ποιο είναι το γενικό μήνυμα που απευθύνατε στη νέα κυβέρνηση», είπε:

«Ο ESM έχει τα ίδια συμφέροντα με την ελληνική οικονομία. Χρειάζεται να εφαρμοσθούν περισσότερες φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις. Και θέλουμε να επιτευχθεί η βιωσιμότητα του χρέους. Αυτές είναι οι κατευθυντήριες αρχές μας και δεν είναι ασύμβατες με τις πολιτικές που εξήγγειλε η νέα κυβέρνηση. Αλλά φυσικά πολλά θα εξαρτηθούν από τις λεπτομέρειες. Χρειάζεται να γίνει πολλή δουλειά. Η κυβέρνηση θέλει να δράσει γρήγορα. Θεωρώ ότι αυτό είναι καλό, επειδή τότε τα αποτελέσματα θα μπορούν να γίνουν ορατά εγκαίρως. Τα θέματα που είναι ψηλά στην ατζέντα είναι πολύ σαφή κι αυτό είναι θετικό».