ΣΕΒ: Φόροι και εισφορές τρώνε έως 60% του εισοδήματος
Την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έρχεται να καταδείξει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών με ένα special report επισημαίνοντας ότι αποτελεί πιεστικό πρόβλημα για την κοινωνία και την οικονομία.
Η Ελλάδα αποτελεί σπάνια περίπτωση χώρας που φορολογεί επιθετικά τόσο την εργασία όσο και το «κεραμίδι» επισημαίνει ο ΣΕΒ, προσθέτοντας ότι η πολιτική αυτή από τη μια πλευρά στερεί δυνατότητες απασχόλησης, και από την άλλη απαιτεί υψηλότατα καθαρά εισοδήματα για την καταβολή εξαιρετικά επαχθών φόρων, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για την κατοχή ακινήτων.
Το φορολογικό πλαίσιο στην Ελλάδα παραμένει ασταθές, αβέβαιο και μη ανταγωνιστικό για τις επιχειρήσεις σημειώνει ο Σύνδεσμος, αναφέροντας ότι λιγότερες από 500 επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 3 εκατ. ευρώ πληρώνουν πάνω από το 50% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων. Με αυτόν τον τρόπο, όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές, αναδεικνύεται το μέγεθος της απώλειας εσόδων που έχει το κράτος από τη στρατηγική του να υπερφορολογεί τους εργαζομένους, τις επιχειρήσεις και τους μετόχους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο special report:
- Για καθαρές ετήσιες αποδοχές 20.000 ευρώ το κράτος «αφαιρεί» από τους μισθωτούς, μέσω φόρων και εισφορών, κατά μέσο όρο το 44% από το ποσό που πληρώνει ο εργοδότης. Μόνο 6 ευρωπαϊκές χώρες αφαιρούν περισσότερο. Για να είναι ανταγωνιστικό το ποσοστό επιβάρυνσης με φόρους και εισφορές επί του κόστους του εργοδότη θα έπρεπε να είναι γύρω στο 35%.
- Για καθαρές αποδοχές 40.000 ευρώ τον χρόνο «αφαιρείται» μέσω φόρων και εισφορών το 60% του ποσού που πληρώνει ο εργοδότης. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν αφαιρεί περισσότερο. Ενα ανταγωνιστικό ποσοστό επιβάρυνσης θα ήταν γύρω στο 40%.
- Το 2009 τα φυσικά πρόσωπα με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ ανέρχονταν σε 527.000, το 2014 ήταν 275.000, παρά τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και το 2017 ο αριθμός τους μειώθηκε σε 239.000. H υπερφορολόγηση οδήγησε και στη μείωση των αγοραπωλησιών ακινήτων.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του ΣΕΒ, το επενδυτικό ενδιαφέρον για αγοραπωλησίες μειώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χάσει μόνο από τη μείωση εσόδων από φόρους συναλλαγών τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ. Την ίδια ώρα, η υπερφορολόγηση της κατοχής των ακινήτων αποφέρει επιπλέον έσοδα περίπου 1,5% του ΑΕΠ. Δηλαδή το κράτος καταστρέφοντας την αγορά ακινήτων με την υπερφορολόγηση αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό τα έσοδα που έχασε ως έμμεση συνέπεια της υπερφορολόγησης της αγοράς ακινήτων.
Η Ελλάδα αποτελεί μια από τις χώρες που επιβάλλουν τους υψηλότερους φόρους κατοχής ακινήτων στην ΕΕ και τον ΟΟΣΑ, οι οποίοι ανέρχονται στο 2,7% του ΑΕΠ, ενώ στη ζώνη του ευρώ ο μέσος όρος είναι 1,6%. Αυτό που καθιστά ιδιαίτερη την περίπτωση της Ελλάδας, σημειώνουν οι αναλυτές, είναι ότι ελάχιστες χώρες υπερφορολογούν ταυτόχρονα την ακίνητη περιουσία και την εργασία. Τα χρόνια της κρίσης, όπως προκύπτει από το special report, εκτοξεύτηκαν οι αποποιήσεις ακινήτων ενώ ταυτόχρονα μειώθηκαν οι γονικές παροχές και οι δωρεές εν ζωή. Συγκεκριμένα, από 200.000 γονικές παροχές που ήταν το 2010 έπεσαν το 2017 στις 50.000. Αντίστοιχα οι αποποιήσεις κληρονομιών από 30.000 που ήταν το 2013 ξεπέρασαν το 2017 τις 155.000.