ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Υπερπλεονάσματα λόγω υποεκτέλεσης δημοσίων δαπανών

Υπερπλεονάσματα λόγω υποεκτέλεσης δημοσίων δαπανών
EUROKINISSI

Για ενδείξεις δημιουργικής λογιστικής κατά τον υπολογισμό των υπερπλεονασμάτων της Ελλάδας μιλάει η έκθεση της Κομισιόν που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, καλώντας την κυβέρνηση να εγκαταλείψει την επιλογή των «διπλών προϋπολογισμών» αναφορικά με τις επενδυτικές δαπάνες και την πρακτική των υπερεκτιμήσεων των ανώτατων ορίων δαπανών ώστε διά της μειωμένης υλοποίησής τους να προκύπτουν υπερβάσεις.

Επενδυτικές και συνταξιοδοτικές δαπάνες, κυρίως εφάπαξ, φαίνεται να χρησιμοποιούνται ως εργαλεία παραγωγής υπερπλεονασμάτων, ενώ μια σειρά επιδομάτων όπως στέγασης (τα προηγούμενα χρόνια) ή το μεταφορικό ισοδύναμο «φουσκώνουν» στον προϋπολογισμό χωρίς να δαπανώνται είτε μερικά είτε στο σύνολό τους.

Το «παιχνίδι» παίζεται μεταξύ φορέων εντός και εκτός της γενικής κυβέρνησης, κυρίως μέσω μετεξέλιξης επενδυτικών δαπανών σε επιχορηγήσεις σε δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες στη συνέχεια δεν χρησιμοποιούνται.

Με αυτή τη μέθοδο το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι διογκώνεται κατά 0,3% του ΑΕΠ φέτος και 0,2% του ΑΕΠ το 2020. Αναλύοντας τον προϋπολογισμό του 2018, η Κομισιόν θυμίζει ότι ο στόχος αφορούσε πλεόνασμα 3,8% του ΑΕΠ, αλλά προέκυψε 4,3% του ΑΕΠ μετά τη διανομή 1,591 δισ. ευρώ για κοινωνικό μέρισμα και αναδρομικά ειδικών μισθολογίων.

Αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι παροχές στα τέλη του περασμένου έτους, το πλεόνασμα θα έφτανε το 5,2% του ΑΕΠ ή 2,484 δισ. ευρώ παραπάνω σε σχέση με τον στόχο του υπουργείου Οικονομικών.

Η υπεραπόδοση στο πλεόνασμα, συνώνυμο της αχρείαστης λιτότητας η οποία έχει επιβληθεί, κατά την ανάλυση της Κομισιόν, στο μεγαλύτερο μέρος της – σε ποσοστό 90% – συνδέεται με την υποεκτέλεση δημοσίων δαπανών.

Επιμέρους, οι επενδυτικές δαπάνες οι οποίες είχαν σχεδιαστεί για να υλοποιηθούν απευθείας από τα υπουργεία αποτέλεσαν τον βασικότερο «τροφοδότη» υπερπλεονάσματος κατά 800 εκατ. ευρώ «καθαρά», ενώ «άλλοι παράγοντες υποεκτέλεσης δαπανών αφορούν πρωτογενείς δαπάνες και συντάξεις, κυρίως εφάπαξ».