«Ανάσα» από το ασφαλιστικό νομοσχέδιο για τους ελεύθερους επαγγελματίες
Να βάλει τέλος στο σημερινό παράλογο καθεστώς βάσει του οποίου οι ασφαλιστικές εισφορές του ελεύθερου επαγγελματία ασφαλισμένου στον ΟΑΕΕ καθορίζονται βάσει τριετιών επιδιώκει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο.
Αν σήμερα για τους δημοσίους υπάλληλους οι ασφαλιστικές εισφορές και ο φόρος εισοδήματος δεν ξεπερνούν αναλογικά το 20% του ακαθάριστου εισοδήματος, ωστόσο στους μικρομεσαίους και ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους μπορεί ανά περιπτώσεις να ξεπερνούν και το 50% του ακαθάριστου εισοδήματος.
Ενδεικτικά ένας νέος επαγγελματίας, πρώτο - ασφαλισμένος στον ΟΑΕΕ πρέπει να πληρώνει σήμερα 245 ευρώ για ασφάλεια ανά δίμηνο πέραν του φόρου 29% και της προκαταβολής φόρου που θα ανέλθει στο 100% του χρόνου.
Έτσι, σήμερα δημόσιος υπάλληλος με μικτό εισόδημα 1.092 ευρώ παίρνει καθαρά 817 ευρώ στο χέρι, ενώ ένας ελεύθερος επαγγελματίας για να πάρει το ίδιο ποσό στο χέρι θα πρέπει να έχει ελάχιστο μικτό μηνιαίο εισόδημα (είσπραξη) 3.000 ευρώ.
Διαπιστώνοντας τις σχετικές στρεβλώσεις το ασφαλιστικό νομοσχέδιο Κατρούγκαλου παρεμβαίνει για να τις διορθώσει. Συγκεκριμένα προβλέπει πως από την 1η Ιανουαρίου 2017 οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν ως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ αντίστοιχα, θα καταβάλλουν, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης, ύψους 20% επί του μηνιαίου εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται είτε με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, είτε με βάση την καθαρή αξία των παρεχόμενων μηνιαίως ή σε άλλη τακτική χρονική βάση, υπηρεσιών του τρέχοντος έτους για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης.
Όπως αποσαφηνίζεται σε καμία περίπτωση η μηνιαία ασφαλιστική εισφορά που υποχρεούνται να καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι δεν δύναται να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (586,0 ευρώ).