ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αμετάβλητη διατήρησε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος η Standard & Poor's

Αμετάβλητη διατήρησε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος η Standard & Poor's
EPA/JUSTINE LANE

Ο εκλογικός κύκλος και οι αυξημένες προκλήσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δεν επέτρεψαν στην Standard & Poor's να αναβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος. Ο οίκος διαψεύδοντας τις προσδοκίες άφησε  αμετάβλητη στο «Β+» την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας, διατηρώντας θετικές τις προοπτικές της οικονομίας της χώρας.

Σύμφωνα με τον οίκο, η αξιολόγηση για τη χώρα αντανακλά τη βελτίωση της κατάστασης της οικονομίας, που συνοδεύεται από ισχυρές επιδόσεις του προϋπολογισμού και πολύ ελκυστική δομή του κυβερνητικού χρέους. Αυτά τα στοιχεία εξισορροπούν τα μεγάλα βάρη του δημόσιου χρέους, τη δύσκολη κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΝΡΕ) και τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων.

Σε όρους ωριμότητας και μέσου κόστους επιτοκίων, η Ελλάδα διατηρεί ένα από τα πιο θετικά προφίλ χρέους, καθώς το ποσοστό του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης σε χέρια ιδιωτών είναι μόλις 20% του συνολικού χρέους ή κάτω του 40% του ΑΕΠ. Η τελευταία αποπληρωμή από το πρόγραμμα του ESM έδωσε στην Ελλάδα ένα αξιοσημείωτο αποθεματικό το οποίο εκτιμούμε πως θα καλύψει τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ως το 2023.

Προβλέπουμε πως ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα μειώνεται από το 2019, χάρη στην ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, ενώ η πορεία της σχέσης χρέους προς ΑΕΠ εξαρτάται από το ενδεχόμενο επιπτώσεων στον προϋπολογισμό εξαιτίας δικαστικών αποφάσεων για παλαιότερες ρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, καθώς και από την επιτυχία της στρατηγικής για τη μείωση των ΝΡΕ.

Η Ελλάδα ολοκλήρωσε το πρόγραμμα του ESM τον Αύγουστο του 2018, έχοντας διασφαλίσει περαιτέρω μείωση χρέους, καθώς και ένα σημαντικό αποθεματικό. Εκτιμούμε πως η ελληνική οικονομία θα μεγαλώνει με μέσο ρυθμό 2μ8% στην περίοδο 2019-2022, καθώς ενισχύεται η εσωτερική ζήτηση και η απόδοση των εξαγωγών παραμένει θετική, αν και το δεύτερο μπορεί να περιοριστεί εξαιτίας της επιβράδυνσης στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, η οποία αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Ελλάδας. Ο ρυθμός περαιτέρω οικονομικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να επιβραδυνθεί στο 2019 λόγω των εκλογών.

Μετά την αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,9% το 2018 εκτιμάται πως η οικονομία θα διευρυνθεί κατά περίπου 2,3% το 2019, πριν ενισχυθεί περαιτέρω στην περίοδο 2020-2022. Ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης παραμένει ισχυρός με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2% ως το 2022, αν και οι πρόσφατες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό μπορεί να επιβραδύνουν τον ρυθμό των προσλήψεων. Επιπλέον, η οικονομία θα μπορούσε να επωφεληθεί από ένα υψηλότερο ποσοστό θέσεων μόνιμης εργασίας, λαμβάνοντας υπόψιν πως το 2018 και μέχρι στιγμής στο 2019 περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους προσλαμβάνονται με προσωρινές συμβάσεις.

Στην επόμενη τριετία αναμένουμε πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα ξεπεράσει εκείνη της ευρωζώνης, αντικατοπτρίζοντας την ανάκαμψη από μία βαθιά και παρατεταμένη οικονομική και δημοσιονομική κρίση. Αναμένουμε πως η οικονομική απόδοση θα παραμείνει ισορροπημένη με την εσωτερική ζήτηση και τις εξαγωγές να παραμένουν βασικοί παράγοντες ανάπτυξης.

Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένουμε αργή αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης που θα στηρίζεται στις βελτιωμένες προοπτικές απασχόλησης και στην πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να ανεβάσει τον κατώτατο μισθό στα 650 ευρώ, κατά περίπου 11%. Επιπροσθέτως, αν η ανάκαμψη συνεχιστεί πιστεύουμε πως η κατανάλωση θα λάβει ώθηση, καθώς τα νοικοκυριά θα προχωρήσουν σε δαπάνες που ανέβαλαν στο διάστημα της ύφεσης.

Ένας βασικός παράγοντας ανάσχεσης για τις προοπτικές της οικονομίας είναι η απόφαση των αρχών να περιορίσουν τις δημόσιες δαπάνες (συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης), ιδίως στις κοινωνικές μεταβιβάσεις, αν και η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να βελτιώσει το επίπεδο απορρόφησης και να αντιμετωπίσει την υποαπόδοση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Η βελτίωση στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων σε συνδυασμό με την επιταχυνόμενη χρήση των κονδυλίων της Ε.Ε. θα υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη σε βάθος χρόνου.

Οι προοπτικές για τις ιδιωτικές επενδύσεις επίσης βελτιώνονται, λαμβάνοντας υπόψιν τη σταδιακή αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, το κλειδί για μια ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη αποτελεί η ουσιαστική μείωση του όγκου των ΝΡΕ στον τραπεζικό κλάδο που θα βελτιώσει σημαντικά την πιστωτική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα και, ως αποτέλεσμα, θα κάνει πιο ευδιάκριτα τα πλεονεκτήματα από τις σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υιοθέτησε η Ελλάδα από το 2010. Πιστεύουμε πως ο θετικός αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων, για παράδειγμα στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών είναι αδύνατο να αναδειχθούν σε ένα υφεσιακό περιβάλλον όπως αυτό που η Ελλάδα γνώρισε την προηγούμενη δεκαετία. Χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαιο κίνησης ο ευρύτερος μικρός και μικρομεσαίος κλάδος -ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας- παραμένει σε περιβάλλον πίεσης. Η πτώχευση στον ιδιωτικό τομέα -περιλαμβανόμενης και της αδυναμίας πληρωμής φόρων- είναι ευρεία. Επίσης, η δυνατότητα της οικονομίας να προσελκύει ξένες επενδύσεις παραμένει περιορισμένη.

Χωρίς την εμφάνιση εξωτερικών κινδύνων, όπως ο διογκούμενος προστατευτισμός και μία επιταχυνόμενη επιβράδυνση στην Ευρωζώνη, ο εξαγωγικός κλάδος της Ελλάδας είναι καλά τοποθετημένος προκειμένου να επωφεληθεί από την ενισχυμένη ανταγωνιστικότητά του. Η ανταγωνιστικότητα της εργασίας έχει βελτιωθεί και επιστρέψει σε επίπεδα πριν το 2000. Σε συνδυασμό με την επανατοποθέτηση των επιχειρήσεων προς τις εξαγωγές έχει συμβάλει στον διπλασιασμό των εξαγωγών (χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι ναυτιλιακές υπηρεσίες) σε όρους ΑΕΠ από το 2009, όταν ανέρχονταν στο 19%. Το μερίδιο της Ελλάδας στο διεθνές εμπόριο έχει αυξηθεί αντίστοιχα και αναμένουμε περαιτέρω κέρδη στην περίοδο ως το 2022.

Από το 2015 η πολιτική αβεβαιότητα έχει υποχωρήσει και τον Αύγουστο του 2018 η κυβέρνηση με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ ολοκλήρωσε το τρίτο δανειακό πρόγραμμα. Ωστόσο πιστεύουμε πως μία ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη θα μπορούσε να προέλθει από περαιτέρω βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανόμενης της επιτάχυνσης των αποκρατικοποιήσεων και της αποπληρωμής των οφειλών του Δημοσίου, σε συνδυασμό με τις βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα.

Αν και η ανταγωνιστικότητα στο κόστος εργασίας έχει αποκατασταθεί, εκτίμησή μας είναι πως η ανταγωνιστικότητα σε άλλους τομείς παραμένει χαμηλή. Η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται άλλων χωρών κυρίως λόγω εμποδίων στον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με αδυναμίες όπως η πολύπλοκη γραφειοκρατία, η αναποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης και το χαμηλό ποσοστό προβλέψεων στην εκτέλεση συμβάσεων. Αν και οι ροές άμεσων ξένων επενδύσεων έχουν βελτιωθεί δεν είναι ικανές να συντηρήσουν μία ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη. Επίσης, η πρόσφατη ακύρωση εργατικών μεταρρυθμίσεων με ενδεχόμενη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εθνικό επίπεδο μπορεί να αποδυναμώσει την ανάκαμψη στην αγορά εργασίας.

Μακροπρόθεσμα και απουσία μεταρρυθμίσεων στις επιχειρήσεις πιστεύουμε πως δεν είναι πιθανό το ΑΕΠ να αυξάνεται με ρυθμό άνω του 3%, λόγω διοικητικών εμποδίων και αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς σε όλο το εύρος της οικονομίας και κυρίως στις υπηρεσίες. Εφησυχασμός και κόπωση στην αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων μπορεί να μην επηρεάσουν αρνητικά το μακροοικονομικό περιβάλλον ή τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους αλλά είναι πιθανό να περιορίσουν τις προοπτικές ανάπτυξης σε βάθος χρόνου.

Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM η Ελλάδα υπόκειται σε τριμηνιαίες αξιολογήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας. Η περαιτέρω απομείωση του χρέους και η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες και η ΕΚΤ εξαρτάται από τη συμμόρφωση με τους στόχους του προγράμματος. Η χρήση του αποθεματικού για σκοπούς άλλους από την εξυπηρέτηση του χρέους πρέπει να συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Πιστεύουμε πως οι ελληνικές αρχές έχουν ισχυρά κίνητρα να αποφύγουν την ακύρωση μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη εφαρμοστεί. Παρά τις καθυστερήσεις οι αρχές τήρησαν τις δεσμεύσεις και το Eurogroup ενέκρινε την εκταμίευση των κερδών των ομολόγων.

Οι επόμενες εθνικές εκλογές πρόκειται να πραγματοποιηθούν τον Οκτώβριο του 2019 αν και οι πρόωρες εκλογές, π.χ. μετά τις περιφερειακές εκλογές και τις Ευρωεκλογές του Μαϊου και πριν τη διακοπή των εργασιών της Βουλής το καλοκαίρι, δεν μπορούν να αποκλειστούν.

Η σταθερότητα της κυβέρνησης αποδυναμώθηκε νωρίτερα φέτος μετά την αποχώρηση του μικρότερου μέλους του κυβερνητικού συνασπισμού, που προκλήθηκε από τη συμφωνία για το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας. Πιστεύουμε πως η συμφωνία [των Πρεσπών] είναι θετική για τις οικονομικές σχέσεις και τις προοπτικές ανάπτυξης των δύο χωρών. Λαμβάνοντας υπόψιν πως το 2019 είναι έτος τοπικών εκλογών και ευρωεκλογών είναι πολύ πιθανό να ενταθεί η πόλωση στο πολιτικό σκηνικό τους επόμενους μήνες. Κατά τη γνώμη μας, αυτό αντιπροσωπεύει έναν κίνδυνο σε τομείς όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η απόδοση της Δικαιοσύνης και οι περαιτέρω βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Επίσης, μία δραστική λύση στο θέμα των ΝΡΕ μπορεί να καθυστερήσει πριν τη διενέργεια των εκλογών. Ωστόσο πιστεύουμε πως οι πολιτικές της Ελλάδας για την οικονομία και τον προϋπολογισμό θα τηρούν τις δεσμεύσεις που έγιναν κατά την ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM [τον Αύγουστο του 2018.

Κρίνουμε θετική τη συνταγματική αλλαγή που αποσυνδέει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διεξαγωγή γενικών εκλογών. Αν και οι λεπτομέρειες δεν έχουν γίνει γνωστές, ο κίνδυνος κυβερνητικής αστάθειας εξαιτίας της μη εκλογής Προέδρου έχει πλέον εκλείψει. Ως εκ τούτου, η νέα κυβέρνηση θα έχει πιο σταθερή εντολή χωρίς τον κίνδυνο να αποσπαστεί η προσοχή της από πολιτικούς ελιγμούς, που θα υπονομεύσουν την εκτέλεση οικονομικών πολιτικών.

Οι ισχυρές επιδόσεις του προϋπολογισμού θα συνεχιστούν και εκτιμάμε ότι

  • Το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειώνεται στην περίοδο 2019-2022
  • Η δημιουργία του αποθεματικού περιορίζει τους κινδύνους σχετικούς με την αποπληρωμή του χρέους ως το 2023
  • Αν υλοποιηθούν, οι προτάσεις για την επιτάχυνση στη μείωση των ΝΡΕ θα απελευθερώσουν πιστωτική δραστηριότητα και ταχύτερη αποκατάσταση των επενδύσεων.

Ακολουθώντας μια μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή μετά την αρχή της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα πέτυχε ένα ρεκόρ υπέρβασης των δημοσιονομικών στόχων μέσω αυστηρών ελέγχων στις δαπάνες και βελτιωμένης απόδοσης είσπραξης εσόδων. Το 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα έφτασε το 4,4% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σημαντικά τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ που συμφωνήθηκε με τους δανειστές και πάνω από τον ίδιο τον στόχο που είχε θέσει η κυβέρνηση (4% του ΑΕΠ). Η υπεραπόδοση του κυβερνητικού στόχου επιτεύχθηκε παρότι υπήρξε καθυστέρηση στην πληρωμή των χρημάτων για την σύμβαση του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος».

Ως αποτέλεσμα της καλύτερης έναντι του σχεδιασμού, απόδοσης, μέτρα όπως η μείωση των συντάξεων δεν χρειάστηκε να εφαρμοστούν. Η απόδοση του 2018 χαρακτηρίστηκε από τα υψηλά κρατικά έσοδα, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τους έμμεσους φόρους, οι οποίοι, ωστόσο, φαίνεται να είναι χαμηλότεροι από τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Επιπλέον, οι πρωτογενείς δαπάνες ήταν μικρότερες απ’ ότι προβλέπονταν (δαπάνες χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι), αντανακλώντας την συμμόρφωση με τους σχεδιασμούς περιορισμού των δαπανών, περιλαμβανομένων των τομέων της υγείας και της μισθοδοσίας του Δημοσίου. Ενώ η διαδικασία συρρίκνωσης των δαπανών ήταν δραματική, σχολιάζει η S&P, είναι αξιοσημείωτο ότι βασικά στοιχεία των δαπανών σε ανθρώπινο κεφάλαιο, ειδικά στην εκπαίδευση και την υγεία, μειώθηκαν βίαια κάτω από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους μετά το ξεκίνημα της κρίσης το 2009.

Ο προϋπολογισμός του 2019 περιλαμβάνει σειρά μέτρων που στοχεύουν να βελτιώσουν τα κίνητρα για προσλήψεις, στοχεύοντας στη μείωση της εποχικής απασχόλησης. Για παράδειγμα, στην εκπαίδευση, 4.500 δάσκαλοι και ειδικευμένο προσωπικό θα προσληφθεί με μόνιμη απασχόληση σε θέσεις που σήμερα καταλαμβάνονται από αναπληρωτές, χωρίς να υπάρχει αντίκτυπο στον δημόσιο τομέα. Ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει επίσης μείωση των εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, καθώς και επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους νέους.

Τέλος, η κυβέρνηση στοχεύει να μειώσει το φορολογικό βάρος στην οικονομία μειώνοντας το φόρο στο εισόδημα νομικών προσώπων, τα μερίσματα και την κατοικία, καθώς και το υφιστάμενο ποσό ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων κρατικών φορέων προς την αγορά, το οποίο ήταν 2,1 δισ. ευρώ στα τέλη του 2018.

Η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2019, σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης, μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από δικαστικές αποφάσεις που αφορούν συνταξιοδοτικά θέματα και περικοπές του 2012, του 2015 και του 2016 και μειώσεις μισθών στο δημόσιο. Κατά τη γνώμη του οίκου αυτό θα μπορούσε να κάνει την συμμόρφωση με τους στόχους του 2019 κάπως πιο δύσκολη. Επιπλέον, δεδομένων των επερχόμενων εκλογών, πολιτικές κινήσεις από την κυβέρνηση, όπως η προσλήψεις περισσότερου προσωπικού θα μπορούσε να οδηγήσει σε μικρότερη συμμόρφωση με το «ταβάνι» δαπανών.

Αν τα παραπάνω ρίσκα δεν επιβεβαιωθούν η S&P προβλέπει ότι η Ελλάδα την περίοδο 2019-22 θα παρουσιάσει πρωτογενή πλεονάσματα πάνω του 3,5% του ΑΕΠ κάτι που θα οδηγήσει το χρέος λίγο κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2022, έναντι ελαφρά πάνω του 181% το 2018. Ακόμα και σε ονομαστικούς όρους εκτιμά ότι το χρέος θα μειωθεί από το 2019, ευθυγραμμισμένο με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Εκτός του «μαξιλαριού» ρευστότητας η S&P προβλέπει ότι το καθαρό δημόσιο χρέος θα πέσει κάτω από το 140% του ΑΕΠ το 2022. Ωστόσο η τροχιά καθαρού χρέους/ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια θα εξαρτηθεί από επιπλοκές στον προϋπολογισμό που σχετίζονται με δικαστικές αποφάσεις για τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις καθώς και με την στρατηγική της κυβέρνησης για να στηρίξει τη μείωση των κόκκινων δανείων.

Παρά το μέγεθος του ελληνικού χρέους, το μέσο κόστος εξυπηρέτησης ήταν 1,6% στα τέλη του 2018, και είναι σημαντικά μικρότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης της πλειονότητας των χωρών που βαθμολογούνται στην κλίμακα «Β». Η εκτίμηση του οίκου είναι ότι ακόμα και με τις εκδόσεις ομολόγων το ποσοστό του χρέους που κατέχεται από ιδιώτες θα παραμείνει κάτω του 20% έως τα τέλη του 2021.

Ετσι, περιμένει σταδιακή μείωση του κόστους για τόκους σε σχέση με τα κρατικά έσοδα. Πιθανή πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ (σήμερα η χώρα χρωστά 9,4 δισ. ευρώ), όπως πρόσφατα υπονοήθηκε από τις αρχές, θα μειώσει το βάρος για πληρωμή τόκων χωρίς να περιορίζεται η μετά-πρόγραμμα παρακολούθηση. Η S&P εκτιμά ότι ο μέσος όρος λήξεων των υποχρεώσεων της χώρας είναι στα 18,2 χρόνια, ωστόσο αυτός αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω με την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης που συμφωνήθηκαν τον περασμένο Ιούνιο.

Το 2018 οι τράπεζες έκαναν σημαντική πρόοδο στη μείωση των NPEs τα οποία στα τέλη του 2018 ήταν 81,8 δισ. ευρώ (εξαιρώντας τα εκτός ισολογισμού), έναντι 107,2 δισ. ευρώ στην κορύφωση του Μαρτίου του 2016, μια μείωση σχεδόν 25%. Πρωτοβουλίες για να μειωθεί το υψηλό απόθεμα NPEs βρίσκονται σε εξέλιξη, περιλαμβανομένων διαγραφών και εφαρμογή εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης καθώς και με την ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς και της χρήσης ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, που συμφωνήθηκε με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, πιθανότατα θα μειώσει το φαινόμενο των στρατηγικών κακοπληρωτών και θα επιταχύνει τις ρυθμίσεις με τους δανεισμένους, οι οποίοι υπό όρους θα επωφεληθούν από μια σταθερή επιδότηση από το δημόσιο.

Στηριγμένη στην εμπειρία άλλων χωρών, όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Σλοβενία και η Κύπρος, η S&P εκτιμά ότι γρηγορότερη μείωση των NPEs ίσως να μην είναι δυνατή χωρίς μια πιο αποφασιστική προσέγγιση και την εφαρμογή επιπρόσθετων μέτρων κρατικής στήριξης. Υπό εξέταση από τις αρχές είναι ένα σχέδιο που προβλέπει τη δημιουργία ενός APS και την παροχή κρατικών εγγυήσεων για τα senior ομόλογα που θα εκδώσει και ένα σχήμα που στηρίζεται στον αναβαλλόμενο φόρο, το οποίο περιλαμβάνει μεταφορά μέρους των NPEs σε μια εταιρεία διαχείρισης με χρηματοδοτική στήριξη από την κυβέρνηση.

Η S&P θα δει πιθανότατα θετικά την εφαρμογή των παραπάνω προτάσεων, τα οποία εμφανίζονται συμπληρωματικά, καθώς θα βελτιώσουν ουσιαστικά την πιθανότητα να πιάσουν οι τράπεζες τους στόχους για την μείωση των NPEs στο 20% ή χαμηλότερα. Ως συνέπεια, δεδομένης της εμπειρίας από τις χώρες που προαναφέρθηκαν , ο οίκος πιστεύει ότι αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν σε ταχύτερη οικονομικά ανάπτυξη. Σημειώνει δε ότι παρά τη σταθερή αύξηση της νέας πίστωσης στον επιχειρηματικό τομέα (1,6% ετησίως το Φεβρουάριο του 2019), η συνολική πιστωτική επέκταση παραμένει αρνητική (συνολικά -0,4% ετησίως) και αυτό δεν συμβάλει στην ουσιαστική αποκατάσταση της επενδυτικής δραστηριότητας στην οικονομία.

Την ίδια στιγμή η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος βελτιώνεται. Οι τράπεζες συνεχίζουν να μειώνουν την εξάρτησή τους από την ΕΚΤ και το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς έχουν πλήρως εξαλείψει την εξάρτησή τους από τον ακριβό ELA. Μια αύξηση στις καταθέσεις βοήθησε, όπως επίσης και οι συναλλαγές στη διατραπεζική και η πώληση κόκκινων δανείων. Ενώ οι καταθέσεις στο σύστημα αυξάνονται –κατά 6% το 2018- η εμπιστοσύνη στο σύστημα δεν έχει επανέλθει στο βαθμό που θα επιτρέψει πλήρη εξάλειψη των capital controls αν και αυτά «χαλάρωσαν» τον Οκτώβριο του 2018. Την περασμένη χρονιά οι συστημικές τράπεζες εξέδωσαν καλυμμένα ομόλογα. Όπως και το δημόσιο, αυτή ήταν η πρώτη κίνηση στις αγορές μετά το 2014. Η S&P θυμίζει ότι μετά την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα οι τράπεζες έχασαν το waiver το οποίο τους επέτρεπε να έχουν πρόσβαση στον συνήθη δανεισμό της ΕΚΤ με χρήση κρατικών ομολόγων ως collateral. Ωστόσο παρά την απώλεια του waiver, η χρηματοδότηση των τραπεζών δεν διαταράχθηκε.

Η χώρα είχε σημαντική προσαρμογή σε ότι αφορά τα εξωτερικά ελλείμματα. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε από σχεδόν 14,5% του ΑΕΠ σε ιστορικό χαμηλό 0,8% του ΑΕΠ το 2015, κυρίως μέσω της σημαντικής μείωσης των εισαγωγών, πριν διευρυνθεί κάπως, καθώς η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει. Το 2018 οι ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις, περιλαμβανομένου του σημαντικού πλεονάσματος στα έσοδα από τις υπηρεσίες, αντιστάθμισε με το παραπάνω το έλλειμμα από το αυξημένο κόστος πετρελαίου και τις υψηλότερες εισαγωγές. Η S&P προβλέπει ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα μειωθεί ελαφρά το 2018, αλλά η αύξηση των εισαγωγών και η αναμενόμενη ισχυρή ανάκαμψη των εισαγωγών, καθώς και μια επιβράδυνση στο παγκόσμιο εμπόριο μπορεί να οδηγήσει σε διεύρυνσή του.