Κτηματολόγιο: Πάνω από 170.000 ακίνητα κινδυνεύουν να περιέλθουν στο Δημόσιο
Πάνω από 170.000 ακίνητα άγνωστου ιδιοκτήτη σε όλη τη χώρα κινδυνεύουν να χαθούν φέτος και το 2020 και να περιέλθουν στο Δημόσιο, εάν δεν δηλωθούν από τους ιδιοκτήτες τους.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Έθνος», που επικαλείται εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, ο αντίστοιχος αριθμός για την προηγούμενη διετία προσέγγιζε τα 15.000.
Και αυτό γιατί λήγουν οι προθεσμίες διορθώσεων αλλά και η δυνατότητα να δηλωθούν έστω και εκπρόθεσμα. Τα εν λόγω ακίνητα δεν έχουν δηλωθεί από κανένας και έτσι χαρακτηρίζονται «αγνώστου ιδιοκτήτη».
Για τα προγράμματα κτηματογράφησης της περιόδου 1997 – 1999 , ο χαρακτηρισμός «αγνώστου ιδιοκτήτη» προσδίδεται σε ένα ακίνητο εφόσον δεν δηλώθηκε για 15 χρόνια (τα 14 χρόνια της αρχικής προθεσμίας συν το ένα έτος της παράτασης).
Για τα προγράμματα από το 2008 και μετά, «αγνώστου ιδιοκτήτη» χαρακτηρίζονται τα ακίνητα που δεν έχουν δηλωθεί επτά χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου σε κάθε περιοχή.
Την ίδια ώρα, εντός της τρέχουσας χρονιάς συμπληρώνονται 14 χρόνια από τη λειτουργία των πρώτων Κτηματολογικών Γραφείων σε 111 περιοχές της χώρας, συµπεριλαµβανοµένων µεγάλων δήµων της Αττικής, όπως τα Βριλήσσια, τα Μελίσσια, ο Γέρακας, η Νέα Σµύρνη και το Νέο Ψυχικό.
Έτσι, πρακτικά πολλοί ιδιοκτήτες κινδυνεύουν να δουν τα ακίνητά τους να περιέρχονται στο ∆ηµόσιο, είτε επειδή δεν έσπευσαν να τα δηλώσουν στις πρώτες περιόδους κτηµατογράφησης είτε επειδή δεν είχαν ενηµερωθεί σχετικά ή τα έχουν δηλώσει µε σφάλµατα.
Η νομοθεσία ορίζει πως τα ακίνητα τα οποία στις πρώτες εγγραφές του κτηματολογίου εμφανίζονται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» μετά την παρέλευση της προθεσμίας διόρθωσης των αρχικών εγγράφων θεωρείται ότι περνούν στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου.
Βάσει του νόµου, όποιος χάσει το ακίνητό του έχει στη διάθεσή του δύο χρόνια για να ακολουθήσει τη δικαστική οδό διεκδικώντας αποζηµίωση, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις όχι και την επιστροφή της κυριότητας του ακινήτου.
«Τυχόν πραγµατικοί δικαιούχοι ορισµένων από τα ακίνητα αυτά διατηρούν µόνο δικαίωµα αποζηµίωσης έναντι του ∆ηµοσίου, η οποία µπορεί να συνίσταται και στην αυτούσια απόδοση του ακινήτου. Για την επιδίκαση της αποζηµίωσης ή της απόδοσης του ακινήτου, απαιτείται αγωγή και έκδοση δικαστικής απόφασης» είπε στο «Έθνος» ο πρόεδρος του Ελληνικού Κτηµατολογίου, Βύρων Νάκος.
Σε περίπτωση που επιδικαστεί σε βάρος του ∆ηµοσίου η αυτούσια απόδοση του ακινήτου στον πραγµατικό ιδιοκτήτη, θα πρέπει να συνταχθεί συµβολαιογραφικό έγγραφο που θα εγγραφεί στο κατά τόπον αρµόδιο Κτηµατολογικό Γραφείο.
Η σύµβαση και η εγγραφή στα κτηµατολογικά βιβλία δεν υπόκεινται σε φόρο ή τέλος. Η δαπάνη για τα δικαιώµατα του συµβολαιογράφου θα βαρύνει το υπόχρεο προς απόδοση ελληνικό ∆ηµόσιο. Ο ισχύων νόµος δεν χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα ελαστικός, ενώ και η πολιτεία δεν είχε ασχοληθεί έως τώρα µε τον «πονοκέφαλο» των αγνώστου ιδιοκτήτη ακινήτων, καθώς η 14ετής προθεσµία των πρώτων εγγραφών φαινόταν µακρινή τα προηγούµενα χρόνια.
Ωστόσο, τώρα που οι πρώτες προθεσµίες έχουν ήδη εκπνεύσει και σταδιακά λήγουν όλο και περισσότερες, πληθαίνουν οι φωνές που προτείνουν την αναθεώρηση του νοµοθετικού πλαισίου ώστε σε περιπτώσεις µε σαφές και ξεκάθαρο ιδιοκτησιακό καθεστώς να µπορεί το ζήτηµα να λύνεται εξωδικαστικά. Συνολικά, µε τα πλέον επικαιροποιηµένα στοιχεία της Ελληνικό Κτηµατολόγιο ΑΕ, τα «ορφανά» ακίνητα, τα οποία έχουν καταχωριστεί στις πρώτες εγγραφές ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», ανέρχονται σε 171.552. Πρόκειται για ακίνητα σε όλες τις περιοχές της χώρας, στις οποίες έχει ολοκληρωθεί η κτηµατογράφηση και λειτουργεί κτηµατολόγιο, και αφορά τα παλαιά προγράµµατα κτηµατογράφησης (1997-1999), από τα οποία παρήλθε µία 14ετία από την έναρξη λειτουργίας του εκάστοτε Κτηµατολογικού Γραφείου.
Μεγάλο ποσοστό αυτών των ακινήτων αφορά σε ιδιοκτησίες του ελληνικού ∆ηµοσίου, οι οποίες δεν έχουν δηλωθεί, δεδοµένου ότι στις πρώτες κτηµατογραφήσεις δεν είχε θεσµοθετηθεί η υποχρέωση του ∆ηµοσίου να δηλώνει την περιουσία του. Τα περισσότερα από τα «ορφανά» ακίνητα βρίσκονται στην περιφέρεια και αφορούν σε απλά γεωτεµάχια, ο αριθµός των οποίων φτάνει περίπου τα 150.000. Από τα υπόλοιπα, εκτιµάται ότι σηµαντικός αριθµός προέρχεται από ιδιοκτήτες οι οποίοι δεν ήθελαν να τα δηλώσουν είτε λόγω της φορολογίας, είτε επειδή αποποιήθηκαν κληρονοµιές, είτε επειδή διαµένουν στο εξωτερικό (οµογενείς κ.λπ.).
Οι «άτυχοι»
Πιο «άτυχοι» είναι οι δικαιούχοι περίπου 10.000 αδήλωτων ακινήτων για τα οποία οι προθεσμίες έληξαν το 2017, καθώς η παράταση που είχε δοθεί από το υπουργείο Περιβάλλοντος αφορούσε μόνο στα γεωτεμάχια των οποίων οι προθεσμίες έληγαν το 2018.
Σε αυτές τις περιοχές, εφόσον έχει ήδη λήξει η προθεσµία διόρθωσης των αρχικών κτηµατολογικών εγγραφών εντός του 2017, για τις αρχικές εγγραφές µε την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης» ισχύει από την ηµεροµηνία οριστικοποίησης το τεκµήριο του ελληνικού ∆ηµοσίου και θεωρητικά µπορούν ανά πάσα στιγµή να περιέλθουν στην κυριότητά του.
Μέχρι και σήμερα, όμως, το τοπίο της συγκεκριμένης διαδικασίας παραμένει νεφελώδες, καθώς δεν έχει αποσαφηνιστεί ο μηχανισμός με τον οποίο το δημόσιο θα διαχειριστεί τα αγνώστου ιδιοκτήτη ακίνητα.