ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Επιβάρυνση 1,3 δισ. ευρώ ετησίως στο ασφαλιστικό έως το 2057 λόγω δημογραφικού

EUROKINISSI

Στοιχεία που δείχνουν πως το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα υφίσταται ετήσια επιβάρυνση ύψους περίπου 1,3 δισ. ευρώ την περίοδο 2017-2057 λόγω του δημογραφικού, παρουσίασε σήμερα ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Μητράκος, μιλώντας σε ημερίδα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών.

Ο κ. Μητράκος τόνισε πως σε οικονομίες όπως η ελληνική, που αντιμετωπίζουν έναν πολύ υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, ο κίνδυνος αδυναμίας διατήρησης δημοσιονομικής ισορροπίας λόγω των δημογραφικών εξελίξεων δεν είναι αμελητέος.

Όπως τόνισε, η γήρανση του πληθυσμού συνεπάγεται αλλαγή της σύνθεσης των φόρων, καθώς μεταβάλλει τη δομή της φορολογικής βάσης, με μετατόπιση από τη φορολόγηση των εισοδημάτων από εργασία προς τη φορολόγηση της κατανάλωσης καθώς και προς τη φορολόγηση του πλούτου από τη συσσώρευση αποταμιεύσεων.

Επίσης, υπογράμμισε πως η μετατόπιση της κατανομής του εργατικού δυναμικού υπέρ μεγαλύτερων ηλικιών επιδρά αρνητικά τόσο στο παραγόμενο προϊόν όσο και στην παραγωγικότητα της εργασίας. «Βραχυπρόθεσμα, η μεγαλύτερη συμμετοχή των ατόμων 65 ετών και άνω στο συνολικό πληθυσμό ενισχύει την καταναλωτική δαπάνη, λόγω της υψηλότερης ροπής της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας προς κατανάλωση, και εν τέλει μέσω της συνολικής ζήτησης αυξάνει το εθνικό προϊόν. Πιο μακροπρόθεσμα όμως η επίδραση είναι αρνητική, καθώς η μείωση του αριθμού των παραγωγών και των εν δυνάμει καταναλωτών, δηλαδή η μείωση του μεγέθους της εγχώριας αγοράς, διαμορφώνει αρνητικές προσδοκίες για το ρυθμό αύξησης του δυνητικού προϊόντος. Επίσης, χάνεται η δυναμική στην παραγωγικότητα από τη δημογραφική ώθηση που μπορεί να προσφέρει ένα πιο νεανικό εργατικό δυναμικό», ανέφερε ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.

Στο σημείο αυτό σημείωσε πως πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν εκτιμήσει την επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού στο ΑΕΠ. Ενδεικτικά, είπε πως σε πρόσφατη μελέτη των Ρομπόλη και Μπέτση (2019) έχει εκτιμηθεί ότι, λόγω της γήρανσης του εργατικού δυναμικού, εάν μία επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής είναι ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2%, τότε στην πραγματικότητα θα απαιτείται ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης κοντά στο 4%. Προφανώς αυτό θα επιβαρύνει, εκτός από τα δημοσιονομικά μεγέθη,

«Σε μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος που θα παρουσιαστεί σύντομα φαίνεται μεταξύ άλλων ότι μία ταχύτερη αύξηση της ηλικιακής ομάδας των 65 ετών και άνω επιδρά μειωτικά στο ΑΕΠ ήδη από το πρώτο τρίμηνο μετά την αύξηση, ενώ η αντίστοιχη επίδραση στην επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος (ως ποσοστού του ΑΕΠ) γίνεται εμφανής περίπου ένα έτος μετά την αύξηση», σημείωσε σχετικά.

Όπως είπε ο κ. Μητράκος, κατά την τελευταία δεκαετία παρατηρείται δραματική επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων της Ελλάδας, η οποία αποδίδεται πρωτίστως στην οικονομική κρίση, ως αποτέλεσμα της υψηλής ανεργίας και των αβεβαιοτήτων που επιφέρουν οι πιο ανταγωνιστικές, απαιτητικές και λιγότερο ασφαλείς συνθήκες εργασίας. «Η σημαντική μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα τα τελευταία έτη οφείλεται κυρίως στον εξαιρετικά χαμηλό δείκτη γονιμότητας (1,35) και στο πρόσφατο μεγάλο ρεύμα εξερχόμενης οικονομικής μετανάστευσης μονίμων κατοίκων προς το εξωτερικό», τόνισε.

Εκτός από την ποσοτική μεταβολή, εξίσου σημαντική είναι και η ποιοτική μεταβολή του πληθυσμού της Ελλάδας, με κύριο χαρακτηριστικό τη δημογραφική γήρανση και την αύξηση της μέσης ηλικίας, όπως αποτυπώνεται στην αναστροφή της πληθυσμιακής πυραμίδας. Ο κ. Μητράκος επεσήμανε πως ενώ τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η ηλικιακή ομάδα των 65 ετών και άνω στην Ελλάδα δεν ξεπερνούσε το 1/10 του συνολικού πληθυσμού, από την αρχή της νέας χιλιετίας η συμμετοχή της συγκεκριμένης ομάδας έφθασε το 1/5 του πληθυσμού, με πρόβλεψη να ξεπεράσει το 1/3 μέχρι το 2050 (8 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη από ό,τι στην ΕΕ-28).

«Κατ’ αναλογία, η ηλικιακή ομάδα των παιδιών έως 14 ετών, από σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού το 1955, έφθασε το 1/7 το 2018, με πρόβλεψη να περιοριστεί σε μόλις 1/10 του πληθυσμού το 2050 (2 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερη από ό,τι στην ΕΕ-28). Όμοια, η διάμεσος ηλικία, δηλαδή η ηλικία που χωρίζει τον πληθυσμό σε δύο ισάριθμες ηλικιακές ομάδες, από 30 περίπου έτη το 1960, άγγιξε τα 44 έτη το 2016, κατατάσσοντας την Ελλάδα τέταρτη στην Ευρώπη, ενώ αναμένεται να αυξηθεί κατά 8 έτη έως το 2050», ανέφερε σχετικά.

Κατά τον ίδιο, από τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat φαίνεται πως η μέγιστη τιμή του δείκτη γονιμότητας στην Ελλάδα (2,45 παιδιά ανά γυναίκα) καταγράφηκε το 1967, ενώ στη συνέχεια και έως το 1999 (έτος κατά το οποίο έφθασε το 1,23) ακολούθησε συνεχή φθίνουσα πορεία, με τις τιμές του μετά το 1981 να διαμορφώνονται σταθερά κάτω των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, που αποτελεί το επίπεδο αντικατάστασης των γενεών. Την περίοδο 1995-2003 φαίνεται να καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλές τιμές (κάτω από 1,3 παιδιά ανά γυναίκα), δείχνοντας ωστόσο τάσεις σταθεροποίησης και μικρής ανάκαμψης στη συνέχεια έως τα πρώτα έτη της πρόσφατης κρίσης (2008 και 2009: 1,5). Η ανοδική αυτή τάση αναστρέφεται και πάλι το 2010, πιθανώς λόγω της έντονης οικονομικής ύφεσης και της συναφούς αβεβαιότητας, ενώ από το 2013 (1,29) και μετά φαίνεται ότι η τάση γίνεται ελαφρώς θετική (2017: 1,35), χωρίς όμως ο δείκτης γονιμότητας να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης