Αλλαγή του δημοσιονομικού μίγματος ζητά το ΔΝΤ – «Βλέπει» αύξηση των κινδύνων για την Ελλάδα
Δημοσιονομική εξισορρόπηση με σεβασμό στους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους, συστήνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την Ελλάδα, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση μιας σειράς δυνητικών κινδύνων. Αυτό προκύπτει από τις παρατηρήσεις που διατύπωσε το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στις 6 Μαρτίου σχολιάζοντας την πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση της Ελλάδος. Η έκθεση του ΔΝΤ για την μεταμνημονιακή αξιολόγηση της Ελλάδος δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, όπως και τα σχόλια που διατύπωσαν οι Διευθυντές του Ταμείου για τα ευρήματα των ελέγχων των κλιμακίων του Ταμείου.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας επιταχύνεται και διευρύνεται. Το ΔΝΤ θεωρεί πως το ΑΕΠ θα ανέλθει στο 2,4% εφέτος από περίπου 2,1% το 2018, με την ανάπτυξη να υποστηρίζεται από τις εξαγωγές, την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις καθώς το οικονομικό κλίμα βελτιώνεται. Το Ταμείο σημειώνει πως η σταδιακή αύξηση των καταθέσεων στις τράπεζες διευκόλυνε την περαιτέρω χαλάρωση των capital controls, παρά το ότι οι τραπεζικές χορηγήσεις παρέμειναν καθηλωμένες.
«Μεσοπρόθεσμα η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα ανέρχεται λίγο πάνω από το 1%», αναφέρει το Ταμείο στα συνοπτικά συμπεράσματά του.
Η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του χρέους της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από το ΔΝΤ ως «επαρκής», ωστόσο υπογραμμίζεται πως «υπόκειται σε αυξανόμενους κινδύνους εν μέσω σημαντικών τρωτών σημείων.
Αναφορικά με το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, το ΔΝΤ σημειώνει πως αναμένεται να παραμείνει σε καθοδική πορεία μεσοπρόθεσμα χάρη στα συνεχιζόμενα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με τους ευρωπαίους εταίρους, την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και την ελάφρυνση του χρέους, η οποία διασφαλίζεται από το μεγάλο ταμειακό απόθεμα (cash buffer) και το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης των δανείων του επισήμου τομέα.
Στο σημείο αυτό το ΔΝΤ υποστηρίζει πως τόσο οι εγχώριοι όσο και οι εξωτερικοί κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία έχουν αυξηθεί και πως «κληρονομιές της κρίσης», όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, οι ευπαθείς ισολογισμοί του ιδιωτικού τομέα και η ισχνή πειθαρχία στις πληρωμές οφειλών, εξακολουθούν να συνιστούν σημαντικές αδυναμίες.
Η γνώμη των Διευθυντών του ΔΝΤ
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΔΝΤ για την μεταμνημονιακή αξιολόγηση, οι Εκτελεστικοί Διευθυντές του Ταμείου εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την αξιέπαινη πρόοδο της Ελλάδος στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που συμβάλουν στην αποκατάσταση της σταθερότητας και της ανάπτυξης, στη μείωση της ανεργίας, στη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους και στην επιστροφή της χώρας στις αγορές.
Στηριζόμενοι στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, οι Εκτελεστικοί Διευθυντές του Ταμείου ενθάρρυναν τις ελληνικές αρχές να αντιμετωπίσουν τα «σημαντικά τρωτά σημεία που παραμένουν» και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας, ενισχύοντας την ευελιξία της αγοράς εργασίας, αναπροσανατολίζοντας το μίγμα των δημοσιονομικών πολιτικών και ενισχύοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών, προκειμένου να στηρίξουν μια αειφόρο ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.
Οι Εκτελεστικοί Διευθυντές του Ταμείου αναγνώρισαν ότι η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του χρέους της Ελλάδας παραμένει επαρκής, αλλά τόνισαν πως η αύξηση των κινδύνων απαιτεί περαιτέρω ενέργειες για την ενίσχυση της οικονομίας και ειδικά προσπάθειες για να «κλειδώσουν» τα οφέλη από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και να διασφαλιστεί η ευελιξία της αγοράς εργασίας.
Στη βάση αυτή, εξέφρασαν την ανησυχία τους για τους κινδύνους που απορρέουν για την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα από την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να ανατρέψει τη μεταρρύθμιση του 2012 για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αυξάνοντας το κατώτατο μισθό σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Όσον αφορά στο μέλλον, οι Εκτελεστικοί Διευθυντές του ΔΝΤ ενθάρρυναν τις ελληνικές αρχές να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να μετριάσουν αυτούς τους κινδύνους και να βοηθήσουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Συγκεκριμένα, συνέστησαν περαιτέρω βήματα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και τη διευκόλυνση πιο μεγάλων και πιο διαφοροποιημένων επενδύσεων.
Οι Εκτελεστικοί Διευθυντές του ΔΝΤ τόνισαν τη σημασία της υιοθέτησης ενός πιο φιλικού προς την ανάπτυξη και κοινωνικά ασφαλούς συνδυασμού δημοσιονομικών πολιτικών. Ειδικότερα, ζήτησαν να υπάρξει δημοσιονομική εξισορρόπηση, τηρώντας τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τους ευρωπαίους εταίρους.
Συγκεκριμένα, τάχθηκαν υπέρ της προγραμματισμένης για το 2020 μείωσης του αφορολογήτου, δίνοντας προτεραιότητα στη μείωση των συντελεστών του φόρου εισοδήματος και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Επίσης, συνέστησαν να διατεθεί μεγαλύτερος δημοσιονομικός χώρος στις δημόσιες επενδύσεις και στις καλύτερα στοχοθετημένες κοινωνικές δαπάνες.
Για τη στήριξη αυτών των στόχων, οι Εκτελεστικοί Διευθυντές του ΔΝΤ ζήτησαν την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που άπτονται της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης, της αύξησης της φορολογικής συμμόρφωσης και της αντιμετώπισης των διαρθρωτικών αιτιών που οδηγούν σε διόγκωση των ληξιπροθέσμων χρεών. Επίσης, πρότειναν έναν καλύτερο προγραμματισμό έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων δημοσιονομικών κινδύνων, όπως π.χ. οι δικαστικές αποφάσεις για την επιστροφή αναδρομικών.
Οι Εκτελεστικοί Διευθυντές του ΔΝΤ ενθάρρυναν τις ελληνικές αρχές να υιοθετήσουν μια πιο ολοκληρωμένη και καλά συντονισμένη προσέγγιση για την ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζών και την αναζωογόνηση του τραπεζικού δανεισμού. Σημειώνοντας το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, ενθάρρυναν τις αρχές να συντονίσουν τους βασικούς ενδιαφερόμενους και να θεμελιώσουν μέτρα πολιτικής που θα μειώνουν τα «κόκκινα» δάνεια με τρόπο όμως που θα μετρά την απόδοση και το κόστος των πολιτικών αυτών και θα λαμβάνει υπόψη τις δημοσιονομικές επιπτώσεις και τον αντίκτυπο επικειμένων ρυθμιστικών αλλαγών.
Στη βάση αυτή, οι Εκτελεστικοί Διευθυντές του Ταμείου υποστήριξαν πως πριν εξεταστεί η χορήγηση μιας νέας κρατικής στήριξης προς τις τράπεζες θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω ενίσχυση του θεσμικού οπλοστασίου για τη διευκόλυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών και η αποφυγή μέτρων που θα μπορούσαν να διαταράξουν περαιτέρω την πειθαρχία – κουλτούρα πληρωμών, αλλά και βελτίωση της εσωτερικής διακυβέρνησης των τραπεζών. Τέλος, ανάφεραν πως η απελευθέρωση των κεφαλαιακών περιορισμών θα πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τον οδικό χάρτη που έχει αποφασιστεί.