ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σύσκεψη Τσακαλώτου – Στουρνάρα για «κόκκινα» δάνεια και τιτλοποιήσεις

Σύσκεψη Τσακαλώτου – Στουρνάρα για «κόκκινα» δάνεια και τιτλοποιήσεις
(EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ)

Λύσεις για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων και τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών εξέτασαν σήμερα το απόγευμα ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε συνάντηση που είχαν στην κεντρική τράπεζα.

Αντικείμενο της συνάντησης ήταν η προώθηση των δύο σχημάτων για τα «κόκκινα» δάνεια και η οργάνωση της κοινής ομάδας στελεχών εκ μέρους της ΤτΕ και του υπουργείου, προκειμένου να προχωρήσει η επεξεργασία τους.

Η μια πρόταση για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, είναι και αυτή που εξετάζει η κυβέρνηση, μαζί με τους θεσμούς και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτή προβλέπει την τιτλοποίηση «κόκκινων» δανείων με την εγγύηση του Δημοσίου (Asset Protection Scheme). Η λύση αυτή έχει εγκριθεί στο παρελθόν από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εφαρμόζεται ήδη από τις ιταλικές τράπεζες.

Η τιτλοποίηση με εγγύηση του Δημοσίου επιτρέπει στις τράπεζες να εκδώσουν ομόλογα διαφορετικής διαβάθμισης (senior, mezzanine και junior), ανάλογα με το ρίσκο κάθε χαρτοφυλακίου δανείων που ενσωματώνεται σε κάθε τίτλο και να τα πωλήσουν σε επενδυτές. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο για το Asset Protection Scheme το Δημόσιο θα μπορούσε να χορηγήσει εγγυήσεις 5 δισ. ευρώ για να καλύψει συνολικά χαρτοφυλάκια «κόκκινων» δανείων ύψους 15 – 17 δισ. ευρώ.

Η δεύτερη πρόταση για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, είναι αυτή που έχει παρουσιάσει η Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτή επικεντρώνεται στη χρήση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (Deffered Tax Credits) των τραπεζών στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός οχήματος ειδικού σκοπού (SPV) που προσομοιάζει σε μια «κακή» τράπεζα (Asset Management Company).

Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς των τραπεζών, σε SPVs. Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην καθαρή λογιστική αξία (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβαστεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τις τιμές της αγοράς.

Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση των Εταιρειών Ειδικού Σκοπού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια της συναλλαγής). Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, οι Εταιρείες Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσουν σε έκδοση τιτλοποίησης που θα περιλαμβάνει τρεις τάξεις ομολογιακών τίτλων υψηλής (senior), μεσαίας (mezzanine) και μειωμένης εξασφάλισης (subordinated junior/equity).

Η αποτίμηση των δανείων που θα μεταβιβαστούν θα ανατεθεί σε ανεξάρτητους τρίτους φορείς, ενώ την τελική δομή της συναλλαγής θα καθορίσουν οι συντονιστές της τιτλοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά. Τη διαχείριση του σχήματος θα αναλάβουν αποκλειστικά εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.

Η ΤτΕ προτείνει στα SPVs να μεταβιβαστούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους περίπου 40 δισ. ευρώ, δηλαδή το σύνολο των καταγγελμένων δανείων, μαζί με αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ύψους 7,4 δισ. ευρώ.

Αυτή η πρόταση είναι προβληματική, διότι δημιουργεί άμεσο κεφαλαιακό άνοιγμα στις τράπεζες, καθώς τους αφαιρεί μέρος του Deffered Tax Credit που έχουν αναγνωρίσει ως κεφάλαιο. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι πως το Ελληνικό Δημόσιο θα επιβαρυνθεί με το σύνολο της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταφερθεί στα οχήματα ειδικού σκοπού και θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση. Δηλαδή το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επιβαρυνθεί με ένα ποσό ύψους 7,4 δισ. ευρώ, το οποίο θα το πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος.

Πηγές της Τράπεζας της Ελλάδος υποστήριξαν πως «τα δυο σχέδια είναι συμπληρωματικά», κάτι που όμως δεν ενστερνίζονται κυβερνητικά στελέχη.