Με χρήματα των φορολογούμενων και η νέα στήριξη των τραπεζών – Οι τρεις προτάσεις
Τρεις προτάσεις βρίσκονται σήμερα στο τραπέζι για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων και τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Ωστόσο, και οι τρεις είναι ακανθώδεις, καθώς προϋποθέτουν κρατική στήριξη -δηλαδή επιβάρυνση του Έλληνα φορολογούμενου- ενώ επηρεάζουν σοβαρά και τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Η πρώτη πρόταση, η οποία είναι η πιο αποτελεσματική, αλλά και η λιγότερο δημοφιλής, προβλέπει μια νέα προληπτική ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, συνολικά με 5 δισ. ευρώ. Οι θιασώτες της πρότασης αυτής υποστηρίζουν πως με τα «φρέσκα» αυτά κεφάλαια, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα θα αποκτούσαν τη δυνατότητα να πουλήσουν ή να διαγράψουν ένα μεγάλο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δάνειων από τους ισολογισμούς τους, θα έμπαιναν σε ενάρετο κύκλο και θα αποκτούσαν ταχύτερα τη δυνατότητα να προσφέρουν νέα δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Οι πολέμιοι της πρότασης υποστηρίζουν πως μια προληπτική ανακεφαλαιοποίηση δεν θα συγκέντρωνε τη συμμετοχή των ιδιωτών μετόχων των τραπεζών και θα «κρατικοποιούσε» τις τράπεζες. Υπογραμμίζουν δε πως μια τέτοια κίνηση ουσιαστικά θα διόγκωνε το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδος και θα οδηγούσε σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Η δεύτερη πρόταση για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, είναι και αυτή που εξετάζει η κυβέρνηση, μαζί με τους θεσμούς και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτή προβλέπει την τιτλοποίηση «κόκκινων» δανείων με την εγγύηση του Δημοσίου (Asset Protection Scheme). Η λύση αυτή έχει εγκριθεί στο παρελθόν από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εφαρμόζεται ήδη από τις ιταλικές τράπεζες.
Η τιτλοποίηση με εγγύηση του Δημοσίου επιτρέπει στις τράπεζες να εκδώσουν ομόλογα διαφορετικής διαβάθμισης (senior, mezzanine και junior), ανάλογα με το ρίσκο κάθε χαρτοφυλακίου δανείων που ενσωματώνεται σε κάθε τίτλο και να τα πωλήσουν σε επενδυτές. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο για το Asset Protection Scheme το Δημόσιο θα μπορούσε να χορηγήσει εγγυήσεις 5 δισ. ευρώ για να καλύψει συνολικά χαρτοφυλάκια «κόκκινων» δανείων ύψους 15 – 17 δισ. ευρώ.
Ένα από τα προβλήματα αυτής της πρότασης έχουν να κάνουν με το κόστος που θα καταβάλουν οι τράπεζες για να λάβουν την εγγύηση του Δημοσίου, αλλά και το πώς η χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος και συνακόλουθα η μειωμένη «αξία» της εγγύησης του Δημοσίου, θα επηρεάσουν την τιμή εκάστου ομολόγου του τιτλοποιημένου χαρτοφυλακίου.
Και η συγκεκριμένη πρόταση θα έχει δημοσιονομικό αντίκτυπο, αλλά αυτός ο κίνδυνος θα εξαρτηθεί από το ύψος των εγγυήσεων που θα καταπέσουν, εάν καταπέσουν. Δηλαδή εάν και θα παρασχεθούν εγγυήσεις 5 δισ. ευρώ, αυτές δεν θα επιβαρύνουν άμεσα τα δημοσιονομικά μεγέθη. Αυτό γίνεται διότι λόγω της μεθοδολογίας διάθεσης των εσόδων στις διάφορες τάξεις των ομολογιών, η πιθανότητα κατάπτωσης της εγγύησης του Δημοσίου σε αυτό της υψηλότερης διαβάθμισης (senior) είναι περιορισμένη.
Η τρίτη πρόταση για τη διαχείριση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, είναι αυτή που έχει παρουσιάσει η Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτή επικεντρώνεται στη χρήση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (Deffered Tax Credits) των τραπεζών στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός οχήματος ειδικού σκοπού (SPV) που προσομοιάζει σε μια «κακή» τράπεζα (Asset Management Company).
Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς των τραπεζών, σε SPVs. Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην καθαρή λογιστική αξία (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβαστεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τις τιμές της αγοράς.
Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση των Εταιρειών Ειδικού Σκοπού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια της συναλλαγής).Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, οι Εταιρείες Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσουν σε έκδοση τιτλοποίησης που θα περιλαμβάνει τρεις τάξεις ομολογιακών τίτλων υψηλής (senior), μεσαίας (mezzanine) και μειωμένης εξασφάλισης (subordinated junior/equity).
Η αποτίμηση των δανείων που θα μεταβιβαστούν θα ανατεθεί σε ανεξάρτητους τρίτους φορείς, ενώ την τελική δομή της συναλλαγής θα καθορίσουν οι συντονιστές της τιτλοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά. Τη διαχείριση του σχήματος θα αναλάβουν αποκλειστικά εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.
Η ΤτΕ προτείνει στα SPVs να μεταβιβαστούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους περίπου 40 δισ. ευρώ, δηλαδή το σύνολο των καταγγελμένων δανείων, μαζί με αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ύψους 7,4 δισ. ευρώ.
Αυτή η πρόταση είναι προβληματική, διότι δημιουργεί άμεσο κεφαλαιακό άνοιγμα στις τράπεζες, καθώς τους αφαιρεί μέρος του Deffered Tax Credit που έχουν αναγνωρίσει ως κεφάλαιο. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι πως το Ελληνικό Δημόσιο θα επιβαρυνθεί με το σύνολο της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταφερθεί στα οχήματα ειδικού σκοπού και θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση. Δηλαδή το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επιβαρυνθεί με ένα ποσό ύψους 7,4 δισ. ευρώ, το οποίο θα το πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος.
Κυβέρνηση και θεσμοί
Χθες ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας Γιάννης Δραγασάκηςδήλωσε στη Βουλή, αφενός πως «η μείωση των κόκκινων δανείων πρέπει να επιδιώκεται και να θεωρείται κοινωνικός στόχος», αφετέρου «πως πρέπει να είμαστε προσεκτικοί γιατί λάθος κινήσεις μπορεί να οδηγήσουν στο να απαιτηθούν νέα κεφάλαια τα οποία να κληθούν να τα βάλουν οι φορολογούμενοι».
Η πραγματικότητα είναι πως όλες οι λύσεις που βρίσκονται στο τραπέζι οδηγούν σε επιβάρυνση των φορολογουμένων. Η διαφορά με την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση είναι πως τόσο η λύση του Asset Protection Scheme που εξετάζει η κυβέρνηση, όσο και η πρόταση της ΤτΕ για την αξιοποίηση του Deffered Tax Credit, αφήνουν στο απυρόβλητο τους σημερινούς ιδιώτες μετόχους των τραπεζών και δεν τους μεταφέρουν το βάρος της στήριξης των τραπεζών.
Οι ίδιοι θεσμοί διαμηνύουν πως δεδομένου ότι οι Έλληνες φορολογούμενοι από το 2011 έως σήμερα έχουν στηρίξει άμεσα τις ελληνικές τράπεζες με 46 δισ. ευρώ και τους έχουν έμμεσα παράσχει λογιστικά κεφάλαια 16 δισ. ευρώ (υπό τη μορφή αναβαλλομένης φορολογικής απαίτησης), οποιαδήποτε πρόσθετη επιβάρυνση των φορολογουμένων θα πρέπει αυτή τη φορά να πιάσει τόπο. Δηλαδή όπως αναφέρουν θα πρέπει να διασφαλιστεί πως και η συμμετοχή του Δημοσίου στις τράπεζες θα έχει αυξημένη αξία και θα προκύψουν αναπτυξιακά οφέλη για την οικονομία.