Ντομπρόβσκις: Λεπτή άσκηση η ελληνική επιστροφή στις αγορές
«Η Ελλάδα έχει επιστρέψει στην ανάπτυξη», δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Βάλντις Ντομπρόβσκις, σημειώνοντας παράλληλα ότι κατά τη διάρκεια των τριών προγραμμάτων προσαρμογής η χώρα έχει εφαρμόσει μια μεγάλη μεταρρυθμιστική ατζέντα, έγιναν μεταρρυθμίσεις που βοήθησαν να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και οι βάσεις της ελληνικής οικονομίας, η οποία τώρα αναπτύσσεται.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ λίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση των επαφών στην Αθήνα των επικεφαλής της αποστολής των θεσμών με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, ο αρμόδιος της Επιτροπής για το ευρώ και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόνισε ότι στο δημοσιονομικό τομέα τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν καλά, η Ελλάδα έπιασε τους στόχους για το 2018 και το ίδιο αναμένεται να κάνει και φέτος.
Επίσης, επισημαίνει ότι είναι σαφής η τάση πως η Ελλάδα επιστρέφει στις αγορές. Υπογραμμίζει όμως ότι η Ελλάδα έχει μείνει εκτός αγορών εννέα χρόνια και η επιστροφή σε αυτές είναι μια «λεπτή άσκηση» που δεν αφήνει περιθώρια ούτε για «ελιγμούς», ούτε για «λάθη».
Ακολουθεί η συνέντευξη του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδιου για το ευρώ και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα:
-Πέντε μήνες μετά την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα του ESM, πώς θα αποτιμούσατε τη μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας σε αυτό το πρώτο διάστημα της μεταμνημονιακής περιόδου;
Όπως γνωρίζετε την περασμένη εβδομάδα οι επικεφαλής των θεσμών βρέθηκαν στην Αθήνα, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης της ενισχυμένης εποπτείας. Σε γενικές γραμμές, τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν καλά στο δημοσιονομικό πεδίο. Η Ελλάδα έχει πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους το 2018 και ο προϋπολογισμός του 2019 έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος και φέτος. Αυτή τη φορά η αποστολή των θεσμών επικεντρώθηκε στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ειδικότερα στη μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα, στα μέτρα για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καθώς και σε άλλους τομείς μεταρρυθμίσεων. Υπάρχουν, επίσης, μερικές σημαντικές μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται ακόμα στη διαδικασία υλοποίησης, όπως για παράδειγμα η ενίσχυση της ανεξάρτητης φορολογικής αρχής, το κτηματολόγιο και οι ιδιωτικοποιήσεις. Όλοι αυτοί οι τομείς παρακολουθούνται και θα γίνει αποτίμηση στην έκθεση προόδου το Φεβρουάριο.
-Στην πρώτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, η Επιτροπή τόνιζε ότι υπήρχαν 16 δεσμεύσεις- προαπαιτούμενα από τα οποία κανένα δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Σήμερα πώς είναι τα πράγματα;
Φαίνεται ότι υπάρχει πρόοδος σε όλους τους τομείς πολιτικής. Σε κάποιους χρειάζεται ακόμα να γίνει δουλειά. Για παράδειγμα στο θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) αναμένουμε τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης τις επόμενες εβδομάδες.
-Πόσο κοντά βρίσκονται η ελληνική κυβέρνηση και οι θεσμοί στο να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο μείωσης των κόκκινων δανείων;
Δουλεύουμε πάνω σε αυτό. Αναμένουμε προτάσεις από την κυβέρνηση τις επόμενες εβδομάδες. Μάλιστα την εβδομάδα που μας πέρασε μίλησα με τον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο, και με τον πρόεδρο της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Στουρνάρα, για να συζητήσουμε τις πρωτοβουλίες οι οποίες σχεδιάζονται από την ελληνική κυβέρνηση και από την Τράπεζα της Ελλάδος.
-Θα θέλατε να μας εξηγήσετε γιατί είναι σημαντική για τη σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα η μείωση των κόκκινων δανείων;
Η Ελλάδα έχει μακράν τον υψηλότερο δείκτη κόκκινων δανείων (ΝPLs) στην ΕΕ. Πάνω από το 40% των δανείων στην Ελλάδα είναι μη εξυπηρετούμενα, έναντι 3,4% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ και 10% στην Ιταλία. Επομένως η διαφορά είναι τεράστια. Τα κόκκινα δάνεια είναι το «τρωτό» σημείο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, άρα και πιθανή πηγή αστάθειας που παρεμποδίζει την ομαλή λειτουργία του και τον δανεισμό στην πραγματική οικονομία, στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά. Είναι λοιπόν ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Θα πρέπει να βρεθούν συστημικές διαρθρωτικές λύσεις, τόσο για τη μείωσή τους, όσο και για την αντιμετώπιση των βασικών αιτιών. Γι΄ αυτό το λόγο αναφέρθηκα και πριν στη δουλειά που πρέπει να γίνει με το νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (ν. Κατσέλη). Θα πρέπει να βρεθεί η σωστή ισορροπία στην προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών αλλά την ίδια στιγμή να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος και τα κίνητρα για στρατηγική αθέτηση των υποχρεώσεων.
-Η ελληνική κυβέρνηση έχει εξαγγείλει την αύξηση του κατώτατου μισθού. Ποιά είναι η γνώμη της Επιτροπής επ΄αυτού;
Είναι μια απόφαση που ανήκει στα κράτη-μέλη. Αυτό που εμείς αξιολογούμε είναι οι πιθανές επιπτώσεις στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και όπως κάνουμε με όλα τα κράτη μέλη, έτσι και στην περίπτωση της Ελλάδας, επισημαίνουμε ότι η εξέλιξη των μισθών θα πρέπει να συμβαδίζει με την εξέλιξη της παραγωγικότητας.
- Η έκθεση της δεύτερης ενισχυμένης εποπτείας θα δημοσιευθεί στο τέλος Φεβρουαρίου. Από τα αποτελέσματά της θα εξαρτηθεί η απόφαση για την επιστροφή των ANFAs και SNPs, ύψους περίπου 650 εκατ. ευρώ. Πιστεύετε ότι είναι πιθανή η επιστροφή τους, κρίνοντας από την έως τώρα έκβαση των μεταρρυθμίσεων;
Θα σας έλεγα ότι είναι πιθανή. Σε γενικές γραμμές βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο, αλλά είναι σημαντικό να υπάρχει συνεχής πρόοδος για να μπορούμε να αναμένουμε θετικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την επιστροφή των SMPs και ΑNFAs.
-Το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι να επιστρέψει στις αγορές. Μέσα σε αυτούς τους πέντε μήνες αυτό δεν ήταν εφικτό γιατί τα spreads ήταν αρκετά υψηλά. Ωστόσο είδαμε ότι πρόσφατα η Ιταλία και η Ισπανία εξέδωσαν ομόλογα με σχετικά χαμηλά επιτόκια. Θεωρείτε ότι η συγκυρία είναι καλή για να την εκμεταλλευτεί η Ελλάδα;
Αυτό είναι κάτι που θα κρίνει το υπουργείο Οικονομικών της Ελλάδας και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους. Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι η Ελλάδα τώρα δοκιμάζει τις αγορές χτίζοντας τη λεγόμενη «καμπύλη απόδοσης» και τεστάρει τις αποδόσεις διάφορων ομολογιών. Την απόφαση για την ακριβή ημερομηνία έκδοσης και ποσού θα την λάβουν οι ελληνικές Αρχές. Είναι πάντως σαφής η τάση ότι η Ελλάδα επιστρέφει στις αγορές. Άλλωστε η χώρα έχει λάβει ένα σημαντικό απόθεμα ρευστότητας για να μπορέσει να επιστρέψει σταδιακά κι ούτε έχει μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες να καλύψει, στην άμεση μεταμνημονιακή περίοδο.
-Μέχρι πρόσφατα υπήρχε μεγάλη αστάθεια στις αγορές και λόγω της Ιταλίας. Πιστεύετε ότι τώρα το περιβάλλον είναι πιο θετικό;
Αν με ρωτάτε για το γενικότερο περιβάλλον στις αγορές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ναι, τα πράγματα είναι καλύτερα τώρα από ό,τι ήταν το φθινόπωρο όταν υπήρχε ασάφεια σχετικά με τη δημοσιονομική πορεία της Ιταλίας. Τελικά η Ιταλία διόρθωσε σημαντικά τα δημοσιονομικά της, μειώνοντας το έλλειμμα στο 2% του ΑΕΠ και απέφυγε να μπει σε διαδικασία περί υπερβολικού ελλείμματος για το χρέος της, κάτι το οποίο καθησύχασε τις αγορές και τα spreads έπεσαν.
-To Βrexit δεν είναι ένας αρνητικός παράγοντας για τις αγορές;
Βεβαίως υπάρχουν αρνητικοί παράγοντες και ένας από αυτούς είναι η αβεβαιότητα γύρω από το Brexit. Η ημερομηνία εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ είναι σε δύο μήνες από τώρα και ακόμα δεν είναι σαφές τι θα γίνει. Θα υπάρχει συμφωνία, ή όχι; Θα υπάρξει παράταση;
Αλλά και γενικότερα, αν κοιτάξουμε τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις, παρατηρείται επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, εντάσεις και εμπορικές διαμάχες. Επομένως το παγκόσμιο περιβάλλον είναι περίπλοκο θα έλεγα, όμως ταυτόχρονα η οικονομική ανάπτυξη στην ΕΕ και στην ευρωζώνη συνεχίζεται για έβδομη χρονιά.
-Υπάρχει κίνδυνος για την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή οικονομία από το Brexit; Πόσο καλά προετοιμασμένη είναι η ΕΕ για το ενδεχόμενο ενός «σκληρού Βrexit»;
Ένα είναι σίγουρο. Θα υπάρξει αρνητική επίπτωση στην οικονομία. Όταν διακόπτεις δεκαετίες οικονομικής ενσωμάτωσης, όπως συμβαίνει με το Brexit, αυτό γίνεται. Σαφώς και ένα Brexit χωρίς συμφωνία είναι πιο προβληματικό από ένα Brexit με συμφωνία. Ταυτόχρονα όμως δεν βλέπουμε μεγάλη επίπτωση στην οικονομία της ευρωζώνης και της ΕΕ. Αναμένουμε μεγέθυνση της οικονομίας στην ΕΕ κατά 2%. Βλέπουμε όμως να επηρεάζεται πιο έντονα το Η.Β. Σήμερα η οικονομία του Η.Β. είναι η πιο αργά αναπτυσσόμενη στην ΕΕ, μαζί με αυτή της Ιταλίας. Αυτό οφείλεται στις αρνητικές επιπτώσεις του Brexit που έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται εμφανείς.
-Σχετικά με την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), γιατί καθυστερεί τόσο πολύ να προχωρήσει το θέμα της Ευρωπαϊκής Εγγύησης Καταθέσεων (EDIS);
Σε ό,τι αφορά την εμβάθυνση της ΟΝΕ, υπάρχουν θέματα στα οποία έχει γίνει πρόοδος, όπως για παράδειγμα το λεγόμενο «backstop" (μηχανισμός ασφάλειας) για το ενιαίο ταμείο εξυγίανσης, η μεταρρύθμιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) με την εισαγωγή προληπτικών εργαλείων και η ένωση των κεφαλαιαγορών. Υπάρχει όμως πολύ μικρή πρόοδος σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Εγγύηση Καταθέσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε καταθέσει την πρότασή της το 2015 και σήμερα, το 2019, συζητάμε ακόμα τον οδικό χάρτη για να ξεκινήσουν οι πολιτικές διαπραγματεύσεις. Είναι πάντως θετικό ότι οι συζητήσεις συνεχίζονται, γιατί είναι ευρέως αντιληπτό ότι η Ευρωπαϊκή Εγγύηση Καταθέσεων είναι ο πυλώνας της τραπεζικής ενοποίησης, ο οποίος λείπει. Πάντως η Επιτροπή θα επιθυμούσε τα πράγματα να προχωρήσουν γρηγορότερα.
-Επιτρέψτε μου για να κλείσουμε να επανέλθω στο ελληνικό ζήτημα. Κάποιες φωνές στην Ελλάδα λένε ότι η χώρα θα αναγκαστεί να προσφύγει ξανά στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης για βοήθεια. Πιστεύετε ότι υπάρχει αυτός ο κίνδυνος;
Η Ελλάδα έχει επιστρέψει στην ανάπτυξη και κατά τη διάρκεια των τριών προγραμμάτων προσαρμογής έχει εφαρμόσει μια μεγάλη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Είναι δύσκολο να βρει κανείς ένα τομέα όπου δεν έγιναν μεταρρυθμίσεις. Αυτές βοήθησαν να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και οι βάσεις της ελληνικής οικονομίας, η οποία τώρα αναπτύσσεται. Σαφώς και οι κίνδυνοι έχουν αποχωρήσει. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει στις αγορές μετά από εννέα χρόνια και αυτή είναι μια πολύ λεπτή άσκηση. Επίσης, η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο δείκτη χρέους/ΑΕΠ στην ΕΕ, πάνω από 180%. Επομένως δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για ελιγμούς, ούτε για λάθη. Γι' αυτό τονίζω ότι είναι ανάγκη η Ελλάδα να παραμείνει στη συμφωνημένη πορεία όσον αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους και τη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Αυτό θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και θα βοηθήσει τη χώρα να επιστρέψει με επιτυχία στις αγορές. Έτσι θα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η χώρα στέκεται στα πόδια της.