ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

H Fed βάζει τέλος στην εποχή των μηδενικών επιτοκίων

Η Τζάνετ Γέλεν ανακοινώνει την απόφαση για αύξηση των επιτοκίων σε συνέντευξη Τύπου, που πραγματοποίηθηκε στα κεντρικά της Fed στο Eccles Building της Ουάσιγκτον, στις 16 Δεκεμβρίου 2015 REUTERS/Jonathan Ernst

Σε μια ιστορική απόφαση, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αποφάσισε την αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου για πρώτη φορά μετά το 2006, σηματοδοτώντας αυτό που πολλοί αναλυτές περιγράφουν ως το τέλος της εποχής των μηδενικών επιτοκίων.

Πλέον, το βασικό επιτόκιο της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας διαμορφώνεται στο εύρος 0,25%-0,50%.

Η ομόφωνη απόφαση (10-0) της Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς (FOMC) της Fed, που ανακοινώθηκε σήμερα (16/12), συνιστά την πρώτη αύξηση από το 2006, καθώς και την πρώτη μείωση επιτοκίων από τα τέλη του 2008, όταν ο τότε πρόεδρος Μπεν Μπερνάνκι (Ben Bernanke) εγκαινίαζε μια ανεπανάληπτη επεκτατική νομισματική πολιτική, η οποία ενισχύθηκε από το μη συμβατικό μέτρο (unconventional) της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) που πρόσθεσε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια στον ισολογισμό της Fed, με σκοπό την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας, ύστερα από την μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 και την ύφεση που ακολούθησε για μήνες.

Για τα επόμενα χρόνια, το βασικό επιτόκιο της Fed βρισκόταν σταθερά στο εύρος 0%-0,25%. Μετά την αποχώρηση του Μπεν Μπερνάνκι από την προεδρία της ομοσπονδιακής τράπεζας στις αρχές του 2014 και με την αμερικανική οικονομία να δείχνει σημάδια σταθερής ανάκαμψης, αλλά όχι ευρωστίας, οι εικασίες και τα στοιχήματα των επενδυτών στις διεθνείς αγορές για αύξηση των επιτοκίων και σταδιακή σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής εντείνονταν.

Η ανάληψη της προεδρίας από την Τζάνετ Γέλεν (Janet Yellen) τον Φεβρουάριο του 2014 έστειλε το μήνυμα ότι οι όποιες αλλαγές θα γίνουν σταδιακά, ώστε να μην προκληθεί πανικός στις αγορές. Όλα αυτά τα χρόνια οι επενδυτές είχαν εθιστεί στο φθηνό δολάριο, φέρνοντας τους χρηματιστηριακούς δείκτες σε ανεπανάληπτα ύψη και τις ανισορροπίες μεταξύ αναπτυγμένων και αναδυόμενων αγορών στο κόκκινο.

Στην προτελευταία του παράσταση τον Δεκέμβριο του 2013, ο Μπερνάνκι είχε ανακοινώσει τον περιορισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (tapering), που έως τότε καταγραφόταν σε μηνιαίες αγορές κρατικών ομολόγων και χρεογράφων ενυπόθηκων δανείων ύψους 85 δισ. δολαρίων. H Γέλεν ολοκλήρωσε το tapering ομαλά και χωρίς αναταράξεις τον Οκτώβριο του 2014.

Με το QE του Μπερνάνκι, που εξελίχθηκε σε τρεις φάσεις, ο ισολογισμός της Fed πενταπλασιάστηκε, συσσωρεύοντας περιουσιακά στοιχεία αξίας 4,5 τρισ. δολαρίων, τα οποία θεωρητικά είχαν δώσει αντίστοιχο χώρο στις ιδιωτικές τράπεζες να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους στην πραγματική οικονομία, ενισχύοντας την προσφορά χρήματος.

Από την εξέλιξη των πραγμάτων, ευνοημένη στάθηκε περισσότερο η Wall Street παρά η Main Street. Οι επενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων χρησιμοποίησαν το φθηνό δολάριο για να τοποθετηθούν σε αποδόσεις υψηλού ρίσκου στο εξωτερικό, αλλά εν τέλει οι αξίες των μετοχών και ομολόγων, που είχαν κινδυνεύσει με κατάρρευση, διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα και αποφεύχθει η πτώχευση των θεσμικών επενδυτών -αυτό που ίσως ήταν ο αρχικός σκοπός αυτής της ανεπανάληπτης νομισματικής επέκτασης.

Περνώντας στη φάση της νομισματικής σύσφιξης, πολλοί αναμένουν αναταραχή στις αγορές των αναδυόμενων οικονομιών, καθώς τα κεφάλαια που τροφοδότησαν την υπερμεγέθυνσή τους, όταν κατέρρεαν οι τράπεζες στη Δύση, έχουν ήδη αρχίσει να επιστρέφουν στην ασφάλεια του πυρήνα. Αρκούσε μία νύξη του Μπεν Μπερνάνκι στις 22 Μαΐου του 2013 ότι επίκειται tapering για να κλυδωνιστούν τα νομίσματα των BRICS. Αν στη γενικευμένη αβεβαιότητα προστεθούν και οι γεωπολιτικές εντάσεις, τότε οι αναπτυσσόμενες οικονομίες που στήριξαν τον πρώτο κόσμο στη μεγάλη ύφεση είναι αντιμέτωπες με ένα ιστορικών διαστάσεων «άδειασμα». Από την άλλη, οι δυτικές χρηματαγορές είχαν δύο χρόνια να προετοιμαστούν για τη σημερινή απόφαση.

To new normal του 21ου

Σύμφωνα με όσα επικοινωνήθηκαν σήμερα, η Fed θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την πορεία του πληθωρισμού, προκειμένου ανά πάσα στιγμή -εάν κριθεί αναγκαίο- να παρέμβει και να τροποποιήσει την πολιτική της. Επιπλέον, διαβεβαιώνει ότι ο στόχος για πληθωρισμό 2% εξακολουθεί να καθίσταται εφικτός σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, παρά τη μείωση στην τιμή του πετρελαίου.

Δεδομένων των τρεχουσών οικονομικών συνθηκών, οι επιτελείς της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας εκτιμούν ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν με «σταδιακό ρυθμό», με τελικό μακροπρόθεσμο στόχο το 3,5%. Βάσει του υπάρχοντος προγραμματισμού, τα επιτόκια θα αυξάνονται σε τριμηνιαία βάση, και έως τα τέλη του 2016 αναμένεται να έχουν αγγίξει το 1,4%.

Η FOMC εκτιμά ότι η σταδιακή αύξηση των επιτοκίων θα συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας και στη βελτίωση της αγοράς εργασίας. Υπενθυμίζεται ότι, εκτός από τη σταθερότητα των τιμών, η πλήρης απασχόληση αποτελεί καταταστατικό στόχο της Fed.

Στη σημερινή της ανακοίνωση, η Fed ξεκαθαρίζει ότι η πορεία της επιτοκιακής της πολιτικής θα καθοριστεί εν πολλοίς από τις προοπτικές της οικονομίας και τα εκάστοτε μακροοικονομικά μεγέθη, καθώς όπως φαίνεται στα πρακτικά των συνεδριάσεων της FOMC η βραδύτητα στην ανάκαμψη παραμένει, ενώ ο μεσοπρόθεσμος στόχος για πληθωρισμό κοντά και κάτω από το 2% παραμένει μακρινός.

«Σήμερα βάλαμε ένα τέλος στην επταετή πολιτική των μηδενικών επιτοκίων», σημείωσε η Γέλεν στη συνέντευξη Τύπου, τονίζοντας ότι η οικονομία πρέπει να διανύσει αρκετό δρόμο προκειμένου να επιστρέψει στα επιθυμητά επίπεδα.

Η αμερικανική οικονομία κινείται με μέσο ρυθμό μεγέθυνσης 2,25%, όπου η αδυναμία στις εξαγωγές λόγω της ισχυροποίησης του δολαρίου εξισορροπείται από την επέκταση της εγχώριας κατανάλωσης.

Η Γέλεν σημείωσε ότι οι διεθνείς εξελίξεις θα μπορούσαν να απειλήσουν τη σταθερότητα της αμερικανικής οικονομίας, καθιστώντας ωστόσο, σαφές ότι αυτή είναι αρκετά ισχυρή και μπορεί να αντεπεξέλθει σε κάθε πρόκληση. Ταυτόχρονα, η πρόεδρος της Fed σημείωσε ότι χρειάζεται χρόνος για να αποτυπωθούν οι αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία, εκτιμώντας (και καθησυχάζοντας0 ότι δεν αναμένεται νέος κύκλος ύφεσης.

Σε μια εποχή, όπου γίνεται ολοένα και συχνότερα λόγος για νέες φούσκες από την πολιτική των κεντρικών παγκοσμίως να παρέχουν άφθονη ρευστότητα στο σύστημα, χωρίς να έχουν διασφαλιστεί σε πολιτικό επίπεδο οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα τη διοχετεύσουν σε παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν το καθεστώς της νέας κανονικότητας (new normal), με τα χαμηλά επιτόκια, τον χαμηλό πληθωρισμό, την απομόχλευση στον ιδιωτικό τομέα, τη συσσώρευση χρέους στον δημόσιο, την απουσία παραγωγικών επενδύσεων, την αναιμική ανάπτυξη και την υψηλή ανεργία θα εξακολουθεί να ορίζει την οικονομική πραγματικότητα της επόμενης δεκαετίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης