«Παραφωνίες» στο νομοσχέδιο για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση
Με μεγάλη καθυστέρηση η κυβέρνηση προχώρησε στην εναρμόνιση της ελληνικής ασφαλιστικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2016/97, σχετικά με τη διανομή των ασφαλιστικών προϊόντων, της γνωστής «IDD» (Insurance Distribution Directive).
Η Οδηγία 2016/97/ΕΕ, που ήδη έχει τεθεί σε ισχύ πανευρωπαϊκά από το Σεπτέμβριο, είναι Οδηγία «ελάχιστης εναρμόνισης». Ωστόσο, το νομοσχέδιο που κατατέθηκε χθες στη Βουλή και το οποίο έχει περάσει από την Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή είναι πολύ πιο «λακωνικό» από ότι θα έπρεπε, ειδικά στις περιπτώσεις συγκρούσεως συμφερόντων μεταξύ πελατών και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και στις περιπτώσεις συγκρούσεως συμφερόντων μεταξύ πελατών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η πρόσφατη χρηματοπιστωτική αναταραχή ανέδειξε τη σημασία της διασφάλισης αποτελεσματικής προστασίας του καταναλωτή σε όλους τους χρηματοπιστωτικούς τομείς. Αναδείχθηκε δε η ανάγκη να ενισχυθούν, τόσο η εμπιστοσύνη των πελατών, όσο και η μεγαλύτερη ομοιομορφία της ρυθμιστικής αντιμετώπισης ως προς τη διανομή αντασφαλιστικών και ασφαλιστικών προϊόντων, προκειμένου να διασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Περαιτέρω, αναγνωρίστηκε ότι είναι σημαντικό οι ενωσιακές και οι εθνικές ρυθμίσεις να λαμβάνουν υπόψη την ιδιάζουσα φύση των ασφαλιστικών συμβάσεων σε σύγκριση με τα επενδυτικά προϊόντα που ρυθμίζονται βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου προς την οποία εναρμονίστηκε η εθνική μας νομοθεσία με τον Ν. 4514/2018. Η Οδηγία 2016/97/ΕΕ έχει ευθυγραμμιστεί ως προς αυτό με τις αντίστοιχες διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Αλλά η κυβέρνηση αντί να μεταφέρει τουλάχιστον κατ΄ ελάχιστον το κείμενο της Οδηγίας 2016/97/ΕΕ στην εθνική νομοθεσία, το επεξεργάσθηκε με τρόπο που ήδη έχει προκαλέσει αντιδράσεις.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι το άρθρο 19 της Οδηγίας 2016/97/ΕΕ που έχει ως τίτλο «Συγκρούσεις συμφερόντων και διαφάνεια». Στην παράγραφο 2 του συγκεκριμένου άρθρου τονίζεται πως «όταν η αμοιβή πρέπει να καταβάλλεται απευθείας από τον πελάτη, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ενημερώνει τον πελάτη για το ποσό της αμοιβής ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, για τη μέθοδο υπολογισμού της αμοιβής». Ο ορισμός αυτός είναι εξαιρετικά σαφής με σκοπό να διασφαλίζει τα συμφέροντα των καταναλωτών.
Ο τρόπος όμως με τον οποίο μεταφέρθηκε στο κείμενο του νομοσχεδίου που κατατέθηκε χθες στη Βουλή , σίγουρα δεν εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με την ευρωπαϊκή. Στο άρθρο 29 παρ. 2 του νομοσχεδίου που ενσωματώνει το άρθρο 19 της Οδηγίας 2016/97/ΕΕ προβλέπεται ότι ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής παρέχει στον πελάτη πληροφορίες και μετά την σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, στην περίπτωση που ο πελάτης δυνάμει της ίδιας αυτής ασφαλιστικής συμβάσεως πραγματοποιεί πληρωμές εκτός των τρεχόντων ασφαλίστρων και των προγραμματισμένων πληρωμών, οπότε ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής θα πρέπει να του γνωστοποιεί σε σχέση με αυτό το μέρος της συμβάσεως καθεμιά από τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο αυτό.
Συγκεκριμένα αναφέρει πως «αν ο πελάτης με αφορμή την ασφαλιστική σύμβαση και μετά τη σύναψη της πραγματοποιεί καταβολές περάν των προβλεπόμενων ασφαλίστρων και πληρωμών, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής γνωστοποιεί επίσης στον πελάτη για καθεμία από τις μεταγενέστερες πληρωμές, τις πληροφορίες της παραγράφου 1».
Με απλά λόγια η διατύπωση του νομοσχεδίου και παραφράζει το πνεύμα της οδηγίας και αποδυναμώνει την προστασία του καταναλωτή, καθώς δεν υποχρεώνει τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή να ενημερώνει τον πελάτη για το ποσό της αμοιβής ή τη μέθοδο υπολογισμού της αμοιβής. Δηλαδή του στερεί τη δυνατότητα της ενημέρωσης και της επιλογής, αντί να τη διασφαλίζει!