Αντίστροφη μέτρηση για την κατάργηση του νόμου Κατσέλη
Στην ίδια σελίδα βρίσκονται κυβέρνηση και θεσμοί σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι με το νόμο Κατσέλη. Αυτό φάνηκε από τις δηλώσεις που έκανε σήμερα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Γιάννης Δραγασάκης και οι οποίες ήταν εν πολλοίς ταυτόσημες με εκείνες που έκανε χθες ο επικεφαλής του κλιμακίου της ΕΚΤ για την Ελλάδα Φραντσέσκο Ντρούντι, μιλώντας στο συνέδριο της Capital+Vision στην Αθήνα.
Ο Φραντσέσκο Ντρούντι είχε χθες εκφράσει την απροθυμία των θεσμών στο ενδεχόμενοι παράτασης του νόμου Κατσέλη και έδειξε πως οι θεσμοί θεωρούν κρίσιμη την οριστική διευθέτηση των 135.000 υποθέσεων που εμπίπτουν στο νόμο Κατσέλη και εκκρεμούν.
Όπως είπε, η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε στο Eurogroup του Ιουνίου σε ένα σχέδιο δράσης για να διευθετηθούν όλες οι περιπτώσεις του νόμου Κατσέλη έως το 2021.
Σήμερα ο Γιάννης Δραγασάκης άφησε να εννοηθεί πως έρχεται το τέλος του νόμου Κατσέλη, ο οποίος θα αντικατασταθεί με ένα πιο γενικό πλαίσιο προστασίας που θα λαμβάνει πρόνοια για την πρώτη κατοικία.
««Σε ότι αφορά στο νόμο Κατσέλη η πολιτική της Κυβέρνησης είναι ότι πάντα θα υπάρχει ένα σύστημα προστασίας της πρώτης κατοικίας, όπως κι αν ονομάζεται. Απλώς τώρα, όπως είπαμε, είμαστε σε μια διαδικασία ότι υπάρχει όλο αυτό το στοκ των υποθέσεων που έχει συγκεντρωθεί στο νόμο Κατσέλη. Υπάρχει ένα αμοιβαίο θα έλεγα ενδιαφέρον και συμφέρον να βρεθεί μια λύση και από τις τράπεζες και επίσης όσοι έχουν το χρέος να μην περιμένουν σε μια εκκρεμότητα όλα αυτά τα χρόνια», είπε ο κ. Δραγασάκης και προσέθεσε: », είπε και προσέθεσε πως το Δεκέμβριο θα εξετασθεί η πορεία του νόμου με βάση τα νέα δεδομένα και θα υπάρξουν οι ανάλογες αποφάσεις.
Και ο κ. Δραγασάκης, όπως και ο Φραντσέσκο Ντρούντι ανέφερε πως υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα υποθέσεων που έχουν υπαχθεί στο νόμο, οι οποίες δεν έχουν εκδικαστεί. Ενθάρρυνε δε τις τράπεζες να αναλάβουν πρωτοβουλίες λέγοντας ότι στις περιπτώσεις που εκτιμούν για μια υπόθεση ότι θα υπάρξει γενναία ρύθμιση του δανείου με τη δικαστική απόφαση, είναι προτιμότερο να το κάνουν οι ίδιες και να τελειώνουν με τις εκκρεμότητες.
«Αναμένουμε και εμείς πρωτοβουλίες και από τις τράπεζες ούτως ώστε αν μπορέσει με αυτό τον τρόπο να μειωθεί αυτό το απόθεμα υποθέσεων, δηλαδή ποια είναι η λογική ότι αν η τράπεζα εκτιμά, μπορεί να προβλέψει ότι το Δικαστήριο θα αποφασίσει μια άλφα απόφαση μπορεί αυτό να το προτείνει κατ' ευθείαν στο δανειολήπτη. Δεν χρειάζεται να πάει στο Δικαστήριο για να διαπιστωθεί ότι μπορεί να γίνει και πρέπει να γίνει κούρεμα 20-30% ή οποιοδήποτε ποσοστό», ανέφερε.
Βέβαια αυτή η παρότρυνση δεν είναι πάντα συμβατή με το εταιρικό δίκαιο, και μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες τα τραπεζικά στελέχη που προτιμούν να επικαλούνται τις δικαστικές αποφάσεις για να μην κατηγορηθούν για απιστία.