ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Στουρνάρας: Αποδίδουν οι προσπάθειες των τραπεζών για τα «κόκκινα» δάνεια

Στουρνάρας: Αποδίδουν οι προσπάθειες των τραπεζών για τα «κόκκινα» δάνεια
Τράπεζα της Ελλάδος

Μετά από τρεις γύρους ανακεφαλαιοποιήσεων, οι ελληνικές τράπεζες έχουν από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στη ζώνη του ευρώ και διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας για να απορροφήσουν επιπλέον πιστωτικές ζημίες, όπως έδειξαν τα πρόσφατα πανευρωπαϊκά stress tests, επισήμανε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση γα τα 90 χρόνια της κεντρικής τράπεζας στην οποία μετείχαν έξι κεντρικοί τραπεζίτες της ευρωζώνης.

Μιλώντας σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι οι τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητά τους, μειώνοντας την εξάρτησή τους από την κεντρική τράπεζα για χρηματοδότηση, ανακτώντας την πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά και εκδίδοντας καλυμμένες ομολογίες. Παράλληλα, πρόσθεσε, οι καταθέσεις πελατών αυξάνονται σταδιακά.

Ο κεντρικός τραπεζίτης επισήμανε ότι ωστόσο ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων παραμένει υψηλός και αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα.

Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας οι τράπεζες έχουν θέσει επιχειρησιακούς στόχους για τη σημαντική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μέχρι το τέλος του 2019. Παράλληλα, έχουν εφαρμοστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την άρση των διοικητικών, νομικών και δικαστικών εμποδίων για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς και για τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων με την ίδρυση εταιρειών απόκτησης και διαχείρισης τέτοιων δανείων.

Κατά τον ίδιο οι προσπάθειες αυτές έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς. Σύμφωνα με στοιχεία τέλους Ιουνίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφτασε τα 88,6 δισ. ευρώ (47,6% του συνόλου των ανοιγμάτων), μειωμένο κατά 17,3% ή 18,6 δισ. ευρώ από το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016.

«Μέχρι σήμερα, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προέρχεται κατά κύριο λόγο από διαγραφές δανείων. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις και οι τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σε συνδυασμό με τις εισπράξεις, τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων», τόνισε.

Όπως είπε, ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αναμένεται να επιταχυνθεί, με βάση τους αναθεωρημένους, πιο φιλόδοξους στόχους των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα που έχουν τεθεί για την περίοδο έως το 2021.

«Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα ενισχύσει επίσης την οργανική κερδοφορία και τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου των τραπεζών, βοηθώντας τις να επιτελέσουν και πάλι το διαμεσολαβητικό τους ρόλο και να καθιερώσουν ένα βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας. Τα παραπάνω είναι ύψιστης σημασίας για τη χρηματοδότηση καινοτόμων και εξωστρεφών επενδυτικών πρωτοβουλιών και επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας», ανέφερε.