Στα μέσα Νοεμβρίου οι τελικές αποφάσεις για τις συντάξεις
Στην πρώτη τριμηνιαία έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα που θα εκδοθεί το Νοέμβριο, μαζί με τη φθινοπωρινή δέσμη του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα αποκρυσταλλωθούν οι απόψεις των θεσμών για τον ελληνικό προϋπολογισμό του 2019 και κυρίως οι θέσεις τους για το μέλλον των συντάξεων.
Πηγές από τις Βρυξέλλες ανέφεραν πως στο χθεσινό EuroWorking Group εξετάσθηκε το προσχέδιο του ελληνικού προϋπολογισμού για το 2019 και το πώς θα αξιοποιηθεί ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί από την υπέρβαση του εφετινού πλεονάσματος, με την τελική συζήτηση να μετατίθεται για το Eurogroup του Δεκεμβρίου.
Στη συνεδρίαση του EWG Γερμανοί και Φινλανδοί ανέφεραν ότι η μη περικοπή των συντάξεων θα απαιτήσει κοινοβουλευτικές εγκρίσεις και πως ήταν επιφυλακτικοί ευρύτερα για το ζήτημα αυτό. Κατά τις ίδιες πληροφορίες ανοιχτά αρνητικός στο ενδεχόμενο μη περικοπής των συντάξεων ήταν ο εκπρόσωπος της Σλοβακίας.
Πηγές του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών ανέφεραν πως εξετάστηκε αναλυτικά ο προϋπολογισμός του 2019 και επιλύθηκαν πολλά από τα ανοικτά ζητήματα και πλέον απομένουν λίγες εκκρεμότητες οι οποίες θα διευθετηθούν μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου. Κατά τις ίδιες πηγές ο ελληνικός προϋπολογισμός δεν θα απασχολήσει την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup στις 5 Νοεμβρίου.
Ένα σενάριο που έρχεται διαρκώς πιο κοντά είναι το πακέτο των αντιμέτρων ύψους 765 εκατ. ευρώ να συρρικνωθεί δραστικά. Το σενάριο αυτό κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος, αλλά δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη τι θα γίνει σε επίπεδο Eurogroup.
Τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών επιστρέφουν στην Αθήνα στις αρχές της επόμενης εβδομάδος ώστε να συνεχίσουν τη συλλογή των στοιχείων και τις τεχνικές διαβουλεύσεις εν όψεις της κατάρτισης της πρώτης τριμηνιαίας έκθεσης ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα.
Και αυτός ο γύρος συζητήσεων θα περιλαμβάνει τη δημοσιονομική κατάσταση και τις δημοσιονομικές προοπτικές, την στρατηγική επίλυσης του ζητήματος των «κόκκινων» δανείων και τα επόμενα βήματα για την υλοποίηση της δέσμευσης της Ελλάδας να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις βασικές μεταρρυθμίσεις που δρομολογήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος.
Το βαρίδι των τραπεζών
Στα τραπεζικά, σύμφωνα με πληροφορίες, ένα από τα θέματα που θα εξεταστεί είναι το ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου των τραπεζών, καθώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ειδικά θεωρεί ότι ο ελληνικός προϋπολογισμός μπορεί στο προσεχές μέλλον να δεχθεί πιέσεις από τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών.
Γιατί το θεωρεί αυτό; Με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση μια επιχείρηση συμψηφίζει ζημίες παλαιότερων χρήσεων με κερδοφόρες χρήσεις, καταβάλλοντας μικρότερο φόρο από αυτόν που της αναλογεί.
Το 2014 η κυβέρνηση Σαμαρά, με τη συνδρομή του τότε εντεταλμένου συμβούλου της PriceWaterhouseCoopers, αναγνώρισε τις ζημίες των τραπεζών από τις αναδιαρθρώσεις ως φορολογική πίστωση, αντιγράφοντας κάτι που είχε εφαρμοστεί σε μικρότερη κλίμακα στην Πορτογαλία και σε άλλες χώρες.
Με τον τρόπο αυτό επετράπη στις τράπεζες να συμψηφίσουν με φόρους από μελλοντική κερδοφορία τις μεγάλες ζημίες που υπέστησαν από το PSI και τις μαζικές διαγραφές μη εξυπηρετούμενων δανείων παρελθόντων ετών. Μάλιστα, πέρυσι η κυβέρνηση κατέστησε τη ρύθμιση πιο ευνοϊκή για τις τράπεζες, καθώς επέτρεψε οι ζημιές τους να συμψηφιστούν με τα κέρδη των επόμενων 20 ετών.
Βάσει της ρύθμισης αυτής οι τράπεζες δεν θα πληρώνουν σε αυτό το διάστημα φόρο για τα κέρδη που θα εμφανίζουν έως ότου συμπληρωθεί το απαιτούμενο ποσό των περίπου 19 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σήμερα στην αναβαλλόμενη φορολογία. Αυτό γίνεται διότι το Δημόσιο υποσχέθηκε στις τράπεζες πως δεν θα τους ζητήσει να πληρώσουν φόρο για τα κέρδη τους την επομένη 20ετία. Αυτή την υπόσχεση οι τράπεζες την έχουν εγγράψει στους ισολογισμούς τους και την εμφανίζουν ως κεφάλαιο.
Εδώ όμως η υπόθεση περιπλέκεται. Για να απολαμβάνουν τα θετικά του αναβαλλόμενου οι τράπεζες θα πρέπει υποχρεωτικά να εμφανίζουν κέρδη σε επίπεδο μητρικής, ώστε να αποσβένουν τον αναβαλλόμενο. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή καταγράψουν ζημιά, το Δημόσιο θα πρέπει να καλύψει την τρύπα που θα δημιουργηθεί.
Δεν είναι τυχαίο πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις γνώμες που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα για τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών -και ειδικά στην τελευταία της γνώμη για το μοντέλο τη Πορτογαλίας – δείχνει πως δεν επικροτεί τον λογιστικό αυτό χειρισμό καθώς αφήνει εκτεθειμένα τα κράτη μέλη από τη σκοπιά του δημόσιου χρέους και τη βιωσιμότητα του.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, ο αναβαλλόμενος φόρος δεν συμβάλει στο να σπάσει ο δεσμός μεταξύ του τραπεζικού τομέα και του δημόσιου χρέους. Επισημαίνει δε πως η μετατροπή της αναβαλλόμενης φορολογίας σε φορολογική πίστωση μπορεί να μειώσει τα κίνητρα ή και την κανονιστική ανάγκη προκειμένου οι μέτοχοι να εισφέρουν νέα κεφάλαια στα πιστωτικά ιδρύματα.
Οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι ελληνικές τράπεζες απέναντι στον SSM για την μείωση των χαρτοφυλακίων κόκκινων δανείων τους αναπόφευκτα θα τις οδηγήσει σε μεγάλες ζημιές. Και αυτό σημαίνει το Δημόσιο θα πρέπει να καλύψει τα κεφαλαιακά ελλείμματα από το φόρο που δεν θα αποσβέσουν. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα δημιουργούσε πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό και θα επιβάρυνε έλλειμμα και χρέος. Παράλληλα, θα οδηγούσε σε απίσχνανση των υφιστάμενων μετόχων των τραπεζών. Και όλες αυτές οι παρενέργειες είναι ζητήματα που πλέον απασχολούν σοβαρά τους θεσμούς.