«Stop» από τους θεσμούς σε σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για τα «κόκκινα» δάνεια
Καμία ενημέρωση δεν έχει γίνει από την κυβέρνηση στους θεσμούς για ενδεχόμενες αλλαγές στο νομικό πλαίσιο που αφορά στην αναβαλλόμενη φορολογία των τραπεζών, ενώ διαψεύδονται πληροφορίες πως ο SSM έχει δώσει την έγκριση του για τις υποτιθέμενες αλλαγές.
Αν και η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επεξεργαστεί πρόταση που επιφέρει αλλαγές στο νόμο για την αναβαλλόμενη φορολογία με στόχο να επιτραπεί στα τραπεζικά ιδρύματα να καθαρίσουν ταχύτερα τους ισολογισμούς τους από τα «κόκκινα» δάνεια, η σχετική πρόταση δεν έχει κατατεθεί στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, αλλά ούτε και στους θεσμούς.
Ο αναβαλλόμενος φόρος
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τους υφιστάμενους λογιστικούς κανόνες, με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση μια επιχείρηση έχει τη δυνατότητα, να συμψηφίζει ζημίες παλαιότερων χρήσεων με κερδοφόρες χρήσεις, καταβάλλοντας μικρότερο φόρο από αυτόν που της αναλογεί.
Για τις ελληνικές τράπεζες έχει θεσπιστεί από το 2014 ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς, προκειμένου να συμψηφίσουν με φόρους από μελλοντική κερδοφορία τις μεγάλες ζημίες που υπέστησαν από το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (PSI) και τις μαζικές διαγραφές μη εξυπηρετούμενων δανείων των παρελθόντων ετών, οι οποίες ξεπέρασαν τα 60 δισ. ευρώ.
Αυτή η ρύθμιση είναι εξαιρετικά ευνοϊκή για τις τράπεζες, καθώς οι ζημιές τους έχουν συμψηφισθεί με τα κέρδη των επόμενων 20 ετών! Τι σημαίνει αυτό; Πως οι τράπεζες δεν θα πληρώνουν σε αυτό το διάστημα φόρο για τα κέρδη που θα εμφανίζουν έως ότου συμπληρωθεί το απαιτούμενο ποσό των περίπου 19 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σήμερα στην αναβαλλόμενη φορολογία.
Πιο σχηματικά, είναι σαν το Δημόσιο να αναγνωρίζει πως οφείλει χρήματα στα πιστωτικά ιδρύματα και να υπόσχεται πως για το λόγο αυτό δεν θα τους ζητήσει να πληρώσουν φόρο για τα κέρδη τους την επομένη 20ετία. Αυτή την υπόσχεση οι τράπεζες την έχουν περάσει στα βιβλία τους και την εμφανίζουν ως κεφάλαιο.
Αυτή η υπόσχεση όμως ισχύει υπό μια αυστηρή προϋπόθεση που τίθεται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων.
Για να απολαμβάνουν τα οφέλη του αναβαλλόμενου οι τράπεζες θα πρέπει υποχρεωτικά να εμφανίζουν κέρδη σε επίπεδο μητρικής. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή καταγράψουν ζημιά, το Δημόσιο θα πρέπει να καλύψει τη ζημιά αυτή με «φρέσκο χρήμα» και να λάβει ως αποζημίωση νέες μετοχές της τράπεζας.
Αυτή η προϋπόθεση δεν έχει τεθεί τυχαία. Λειτουργεί ως διαρκές κίνητρο ώστε οι τράπεζες να διατηρούνται σε κερδοφόρο πορεία και να υλοποιούν ταχύτερα τα σχέδια αναδιάρθρωσης τους. Ωστόσο οι Έλληνες τραπεζίτες ζητάνε επίμονα τα τελευταία χρόνια να παρακαμφθεί ο κανονισμός 575/2013 ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος αύξησης της παρουσίας τους Δημοσίου εάν οι τράπεζες τους καταγράψουν ζημίες. Το ζήτημα έχει τεθεί και στο παρελθόν στους θεσμούς, αλλά προσέκρουσε στην αντίρρηση τόσο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και της ΕΚΤ.
Το νέο επιχείρημα των τραπεζιτών , το οποίο το υιοθετεί και η Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι πως το σχήμα του αναβαλλομένου φόρου δεν επιτρέπει στις τράπεζες να προχωρήσουν σε ριζικές λύσεις μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους (καθώς εάν περάσουν σε ζημίες το Δημόσιο θα αυξήσει το ποσοστό τους σε αυτές ). Ως εκ τούτου, οι τραπεζικές διοικήσεις υποστηρίζουν πως είναι αναγκασμένες να εφαρμόσουν τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς μείωσης των «κόκκινων» δανείων, με λιγότερο επιθετικό τρόπο. Δηλαδή με άλλα λόγια υποστηρίζουν πως ο αναβαλλόμενος τις εμποδίζει να κάνουν τη δουλειά τους.
Αρνητικοί οι θεσμοί
Κατά πληροφορίες, τόσο η Κομισιόν όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι αρνητικές σε οποιαδήποτε αλλαγή στο σχήμα του αναβαλλόμενου, θεωρώντας πως ήδη έχει υπάρξει εξαιρετικά ευνοϊκό για τις τράπεζες και πως είναι μια στρέβλωση που αξιοποιήθηκε καταχρηστικά στην Ελλάδα. Φοβούνται δε πως εάν υπάρξει οποιαδήποτε αλλαγή θα σταλεί λάθος σήμα και σε άλλες χώρες που έχουν υιοθετήσει παρόμοιο σχήμα.
Στελέχη των θεσμών που ρωτήθηκαν σχετικά για το ζήτημα, παρέπεμψαν στην γνώμη που είχε εκδώσει το Μάρτιο του 2017 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για το θέμα και η οποία ανέφερε πως «εάν σε κάθε περίπτωση παρατηρηθεί έλλειψη κερδοφορίας, η ΕΚΤ αναμένει ότι αυτές οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις θα αντικατασταθούν από μια άμεση απαίτηση από την ελληνική κυβέρνηση» (if in any circumstances a lack of profitability is observed, the ECB expects that these DTAs are replaced with a direct claim on the Greek Government).
Όπως τόνισαν, δεν μπορούν να καταλάβουν πώς η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζοντας τον κανονισμό 575/2013 θα κάλυπτε το κεφαλαιακό έλλειμμα που θα προκαλούσαν ενδεχόμενες ζημιές των τραπεζών και δεν θα ζήταγε για αυτό αποζημίωση αντίστοιχου ύψους. Ομοίως, ανέφεραν πως θα ήταν λάθος να θεωρηθεί πως δεν θα χαρακτηριστεί ως παράνομη κρατική ενίσχυση μια στήριξη των τραπεζών που δεν θα συνοδεύεται με ίσης αξίας ανταλλάγματα για το ελληνικό κράτος.
Κατά τα ίδια στελέχη, το Δημόσιο έχει ήδη χάσει πολλά λεφτά στηρίζοντας τις τράπεζες και θα πρέπει να διασφαλιστούν τρόποι ώστε να ανακτήσει μέρος των χρημάτων αυτών. Σημειώνουν δε εμφατικά πως σε αυτό τον τομέα «δεν υπάρχει επαρκής πρόοδος».