Οι τράπεζες στο επίκεντρο της επόμενης αποστολής των θεσμών στην Αθήνα
Το θέμα των τραπεζών θα έχει περίοπτη θέση στην ατζέντα των συζητήσεων που θα έχουν οι θεσμοί με την ελληνική κυβέρνηση την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου στην Αθήνα στο πλαίσιο της μετα-προγραμματικής εποπτείας της Ελλάδος.
Μπορεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ να θεωρούν ότι δεν υφίσταται κεφαλαιακό ζήτημα για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και ότι το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων έχει μπει σε μια σειρά, ωστόσο το ΔΝΤ θεωρεί κεφαλαιακά αδύναμες τις ελληνικές τράπεζες και επικεντρώνει την προσοχή του στην κεφαλαιακή τους διάθρωση και ειδικά στο σχήμα του αναβαλλόμενου.
Από την πλευρά τους οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί και ειδικά η ΕΚΤ προβληματίζεται από το γεγονός ότι οι εγχώριοι τραπεζικοί όμιλοι δεν πραγματοποιούν νέες τραπεζικές εργασίες, ήτοι η παραγωγή νέων δανείων παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, κάτι που έχει άμεσο αντίκτυπο στα έσοδά τους.
Η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της θέλει να ανοίξει τη συζήτηση για την παροχή εγγύησης του Δημοσίου για ενδεχόμενες ζημιές των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μέσω ενός ειδικού εγγυητικού σχήματος (asset protection scheme) που θα μοιάζει με εκείνο που χρησιμοποίησε το 2016 η Ιταλία, με στόχο την άμεση κεφαλαιακή ανακούφισή τους και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Με βάση τα στοιχεία του δεύτερου εξαμήνου του 2018, το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τεσσάρων συστημικών ομίλων ανέρχεται σε 94 δισ. ευρώ ή 48% επί του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.
Μέσω των σχεδίων που έχουν υποβάλει στον SSM καλούνται να μειώσουν τις «κόκκινες» χορηγήσεις περίπου κατά 55 δισ. ευρώ σε 3,5 χρόνια. Πρόκειται για μια διαδικασία που θα τους προκαλέσει πρόσθετες ζημιές και το ερώτημα είναι εάν μπορούν να τις απορροφήσουν χωρίς να εμφανίσουν αρνητικό αποτέλεσμα στις επόμενες οικονομικές χρήσεις, ήτοι δίχως να χρειαστούν νέα κεφαλαιακή ενίσχυση.
Τα εφόδια που έχουν στη διάθεσή τους είναι προβλέψεις ύψους 50 δισ. ευρώ που έχουν ήδη σχηματίσει για την κάλυψη ενδεχόμενων ζημιών, η οργανική κερδοφορία τους, η οποία σε ετήσια βάση εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί στα 3 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια, αλλά και ενέχυρα επί των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η αξία των οποίων υπολογίζεται στα 60 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, εάν οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι κάνουν χρήση του συνόλου της οργανικής τους κερδοφορίας για την εξυγίανση του ενεργητικού τους και χρησιμοποιήσουν ήδη σχηματισθείσες προβλέψεις για την απαιτούμενη προσαρμογή, προκύπτει ένα κενό της τάξης των 15 δισ. ευρώ περίπου που πρέπει να καλυφθεί . Αυτό αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στο 26% των προβληματικών ανοιγμάτων που θέλουν να θεραπεύσουν και το οποίο μπορεί να ανακτηθεί από την πώληση δανείων σε τρίτους, την άμεση ρευστοποίηση των ενεχύρων που συνοδεύουν τα «κόκκινα» δάνεια και τη θεραπεία δανείων μέσω επιτυχημένων ρυθμίσεων.
Όλα τα παραπάνω θα εξεταστούν στις συζητήσεις που θα έχουν οι τραπεζικές Διοικήσεις με τους θεσμούς επί αθηναϊκού εδάφους στο πλαίσιο της μετα-προγραμματικής εποπτείας της Ελλάδος.