Επανεμφάνιση επενδυτικού ενδιαφέροντος για τα ελληνικά ομόλογα
Η πτώση των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων και η υποχώρηση των ανησυχιών για μεταστροφή των μεταρρυθμίσεων που έχει συμφωνήσει η Ελλάδα με τους δανειστές της, έχουν ως αποτέλεσμα την επανεμφάνιση επενδυτών και την πτώση των αποδόσεων των ελληνικών σε χαμηλά επίπεδα πέντε εβδομάδων.
Η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου είναι στο 4,083%, από 4,18% χθες, ενώ το spread, ήτοι η διαφορά απόδοσης με το γερμανικό ομόλογο αναφοράς διαμορφώνεται στις 368 μονάδες βάσης.
Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ συσχέτισε σήμερα την πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων με το πρωθυπουργικό μήνυμα για διατήρηση των συμπεφωνημένων.
Όπως είπε ο Ρέγκλινγκ τα επιτόκια της Ελλάδας μπορούν να επηρεαστούν από γεγονότα εκτός του ελέγχου της κυβέρνησης, όπως τα γεγονότα στην Τουρκία, την Αργεντινή ή τις αβεβαιότητες σχετικά με τη μελλοντική πορεία της Ιταλίας, αλλά και από εσωτερικές εξελίξεις.
«Εάν κοιτάξετε προσεκτικά την καμπύλη απόδοση της Ελλάδας, βλέπετε ότι τα επιτόκια αντανακλούν επίσης τις εγχώριες εξελίξεις. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες δημόσιες εικασίες σχετικά με μια πιθανή απόφαση σχετικά με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος οδήγησαν σε υψηλότερα επιτόκια, αν και οι αποδόσεις αντιστράφηκαν κάπως αργότερα», δήλωσε ο Κλάους Ρέγκλινγκ.
Υπενθυμίζεται πως για σήμερα είναι προγραμματισμένη ενημέρωση επενδυτών στο Παρίσι από την ηγεσία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Ο επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους Δημήτρης Τσάκωνας θα παρουσιάσει σε στελέχη μεγάλων επενδυτικών οίκων το χαρτοφυλάκιο δημοσίου χρέους, τις πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με την Ελλάδα και τις ευρύτερες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους τονίζει στις επενδυτικές αυτές παρουσιάσεις πως μετά τις αποφάσεις της ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος περιορίζονται για το διάστημα 2019-2022 στο 9,9% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο (στο 10,8% του ΑΕΠ το 2019), ενώ ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ μόλις το 2033 και παραμένουν χαμηλότερα του 20% του ΑΕΠ έως το 2060.