ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η Fitch αναβάθμισε την Ελλάδα σε «BB-» από «B»

Η Fitch αναβάθμισε την Ελλάδα σε «BB-» από «B»
Reuters

Η Fitch Ratings αναβάθμισε σήμερα την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος από «B» σε «BB-», με σταθερές προοπτικές (outlook).

Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε ο οίκος η ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) ανοίγει το δρόμο για μια επιτυχή έξοδο από το πρόγραμμα στις 20 Αυγούστου 2018.

«Τα συνοδευτικά μέτρα για το χρέος βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους της Γενικής κυβέρνησης. Η Fitch πιστεύει ότι η βιωσιμότητα του χρέους υποστηρίζεται επίσης από το ιστορικό των πρωτογενών πλεονασμάτων της γενικής κυβέρνησης, την προσδοκία για σταθερή αύξηση του ΑΕΠ, από τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που θεσπίστηκαν για να τεθούν σε ισχύ έως το 2020, και τους κάπως μειωμένους πολιτικούς κινδύνους», σημειώνεται χαρακτηριστικά.

Ο οίκος σημειώνει πως τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν στην Eurogroup της 21ης Ιουνίου είναι σημαντικά. Όπως αναφέρει η συμφωνία προβλέπει την επιμήκυνση των πληρωμών τόκων και κεφαλαίου και των δανείων του EFSF ύψους 96,4 δισ. ευρώ (που δεν υπόκεινται σε πολιτικές προϋποθέσεις). Η πληρωμή του κεφαλαίου και των τόκων για τα δάνεια του EFSF θα αναβληθεί για το 2033 (από το 2023 προηγουμένως). «Η μέση λήξη του ελληνικού χρέους (19 έτη, εξαιρουμένων των εντόκων και των repos) είναι ήδη μεταξύ των μεγαλύτερων διεθνώς και επέκταση προβλέπεται να επιμηκύνει περαιτέρω τη μέση διάρκεια», σημειώνει ο οίκος.

Η Fitch υπογραμμίζει πως στις 6 Αυγούστου ο ESM κατέβαλε την τελική δόση ύψους 15 δισ. ευρώ στην Ελλάδα και δεδομένου ότι οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας είναι μέτριες η Ελλάδα θα εξέλθει από το πρόγραμμα με ένα σημαντικό αποθεματικό ταμειακών διαθεσίμων. Από την τελική εκταμίευση, 5,5 δισ. ευρώ θα χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση του χρέους και 9,5 δισ. ευρώ θα συμβάλουν τα ταμειακό μαξιλάρι. Έτσι, η Ελλάδα θα εγκαταλείψει το πρόγραμμα του ESM με ένα αποθεματικό ύψους 24,1 δισ. ευρώ (13% του ΑΕΠ). Σύμφωνα με την Ευρωομάδα, το εν λόγω αποθεματικό θα καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης από κρατικούς πόρους για 22 μήνες (έως τα μέσα του 2020).

«Οι εκτιμήσεις μας δείχνουν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί πλήρως μέχρι το 2022 ξεπερνώντας ενδεχόμενους χρηματοδοτικούς κινδύνους για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Αυτό θα πρέπει με τη σειρά του να στηρίξει την εμπιστοσύνη και την πρόσβαση στις αγορές μετά το πρόγραμμα», σημειώνει η Fitch.

Για τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδος ο οίκος υποστηρίζει πως συνεχίζουν να βελτιώνονται. Όπως σημειώνει, το 2017 η Ελλάδα πέτυχε συνολικό πλεόνασμα του προϋπολογισμού 0,8% του ΑΕΠ, από 0,6% το προηγούμενο έτος και το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε στο 4% του ΑΕΠ. Αυτή ήταν μια σημαντική δημοσιονομική υπεραπόδοση. Υπολογίζαμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 θα ήταν στο 1,9% του ΑΕΠ της χώρας, ήδη υψηλότερο από τον στόχο του προγράμματος του ESM που το έθετε στο 1,75% του ΑΕΠ, λόγω των υψηλότερων των εκτιμήσεων εσόδων και περικοπών δαπανών του προϋπολογισμού.

«Αναμένουμε ότι οι δημοσιονομικές επιδόσεις θα παραμείνουν υγιείς κατά την περίοδο μετά την λήξη του προγράμματος. Προβλέπουμε τη συνέχιση των πρωτογενών πλεονασμάτων κατά μέσο όρο στο 2,7% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της περιόδου 2018-2030. Υποθέτοντας ότι ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ είναι 3,4%, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος προβλέπεται να μειωθεί στο 123,3% του ΑΕΠ έως το 2030 από 182,7% το 2018. Αναμένουμε τέλος ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα παραμείνουν οριακά κάτω από το 3,5%του ΑΕΠ μέχρι το 2023 και στην συνέχεια θα υποχωρήσουν κάτω από το 3%», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Κατά την άποψη του οίκου το εγχώριο πολιτικό σκηνικό έχει γίνει κάπως πιο σταθερό και οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και ευρωπαίων πιστωτών έχουν βελτιωθεί σημαντικά, μειώνοντας τον κίνδυνο μια μελλοντική κυβέρνηση να αντιστρέψει δραματικά τα μέτρα πολιτικής που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM. «Ωστόσο, οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις πρέπει να διατηρήσουν τα πρωτογενή πλεονάσματα για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και αυτό μπορεί να δημιουργήσει πολιτικές προκλήσεις. Μπορεί να υπάρξουν κάποιες πολιτικές ανατροπές στο μέλλον, ή οι δημοσιονομικοί στόχοι μπορεί να χαλαρώσουν, καθώς θα συνεχιστεί ο διάλογος μεταξύ της Ελλάδας και των επίσημων πιστωτών της», επισημαίνει ο οίκος.

Η Fitch αναμένει ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα διαμορφωθούν στο 9% κατά μέσο όρο την περίοδο 2019-2030. Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά χαμηλότερο από το 15% του ΑΕΠ, τον στόχο δηλαδή που υιοθέτησε το Eurogroup για την μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Η ευνοϊκή φύση του ελληνικού δημόσιου χρέους υποδηλώνει ότι το κόστος εξυπηρέτησής του είναι χαμηλό, η μέση ωρίμανσή του μακρά, ενώ χαμηλές είναι και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, παρά το μεγάλο συνολικό ύψος του ελληνικού χρέους. Ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι οι ελληνικές αρχές θα χρησιμοποιήσουν μέρος του «μαξιλαριού» ρευστότητας για να επαναγοράσουν τα πιο ακριβά τμήματα του χρέους (για παράδειγμα τα δάνεια του ΔΝΤ). Αυτό θα μειώσει περαιτέρω το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Οι πληρωμές τόκων ως προς τα έσοδα είναι στο 6,5% και το πραγματικό επιτόκιο του χρέους της Ελλάδας βρίσκεται στο 1,8%, είναι δηλαδή αρκετά χαμηλότερο από αυτό των περισσότερων ομολόγων της στην ευρωζώνη.

Η Fitch σημειώνει πως η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις, τις οποίες οι πολιτικές δεσμεύσεις στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής περιόδου έχουν ως στόχο να αντιμετωπίσουν. Όπως αναφέρει η παρακολούθηση θα επικεντρωθεί ιδιαίτερα στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. «Η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE), τα οποία παραμένουν υψηλά στο 48,5% των συνολικών ανοιγμάτων, παραμένει βασική πρόκληση και πιθανόν να χρειαστούν περαιτέρω προβλέψεις για να διαγραφούν. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί για φιλόδοξα σχέδια μείωσης των NPEs σε περίπου 35% μέχρι τα τέλη του 2019 και έχουν επιτύχει τους ενδιάμεσους στόχους τους. Αναμένουμε ότι η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού θα συνεχίσει να βελτιώνεται, αλλά πιστεύουμε ότι οι κίνδυνοι εκτέλεσης εξακολουθούν να είναι σημαντικοί», σημειώνει ο οίκος και προσθέτει πως η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα βελτιώνεται.

«Καμία από τις τέσσερις συστηματικές τράπεζες της Ελλάδας δεν ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει ένα κεφαλαιακό σχέδιο ως αποτέλεσμα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων της ΕΚΤ τον Μάιο του 2018. Στις 26 Ιουλίου, η ΕΚΤ μείωσε το ανώτατο όριο της επείγουσας βοήθειας για την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες σε 8,4 δισ. ευρώ από την κορύφωση του ELA στα 90 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2015, αντανακλώντας τις θετικές εξελίξεις στις συνθήκες ρευστότητας», τονίζει και προσθέτει: «Η εξάρτηση από το Ευρωσύστημα όσον αφορά στη ρευστότητα συνεχίζει να μειώνεται. Το εξάμηνο έως το τέλος Ιουνίου, η συνολική χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα ανήλθε σε 16,3 δισ. ευρώ (9,0 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ), από 33,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε την περαιτέρω χαλάρωση των ελέγχων κεφαλαίου τον Ιούνιο του 2018».

Κατά τον οίκο η εμπιστοσύνη των καταθετών συνεχίζει να βελτιώνεται σταδιακά. Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 4,7 δισ. ευρώ (3,7%) κατά τους πέντε μήνες έως το τέλος Ιουνίου, αντανακλώντας τη μειωμένη αβεβαιότητα γύρω από την έξοδο από το πρόγραμμα του ESM και την έντονη τουριστική αύξηση. «Αναμένουμε ότι η αύξηση των καταθέσεων θα συνεχιστεί καθώς η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα θα ενισχυθεί, αν και η επιστροφή των καταθέσεων θα εξακολουθήσει να παρεμποδίζεται από τη μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση», αναφέρει ο οίκος.

Η Fitch κάνει αναφορά και στο θέμα του Σκοπιανού και στο πως επιδρά στις σχέσεις ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ. «Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας προκάλεσε εντάσεις μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του εταίρου στην κυβέρνηση ΑΝΕΛ. Υπάρχει κίνδυνος προώρων εκλογών μετά την υποβολή της συμφωνίας αυτής στο κοινοβούλιο», τονίζει ο οίκος και στην βάση συνεχίζει ως εξής: «Δεν αναμένουμε ότι οι πρόωρες εκλογές θα διαταράξουν αξιοσημείωτα τα δημοσιονομικά και οικονομικά αποτελέσματα μετά το πρόγραμμα. Με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με 15 μονάδες διαφορά. Η Νέα Δημοκρατία δεσμεύεται να συνεχίσει την εφαρμογή του προγράμματος και έχει ιστορικά δείξει λιγότερη ιδεολογική αντίθεση από τον ΣΥΡΙΖΑ στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που υποστηρίζει το πρόγραμμα του ESM».