«Δέσμια» αγορών και πλεονασμάτων η βιωσιμότητα του χρέους
Τα «μαθηματικά» της απόφασης του Eurogroup για το ελληνικό χρέος θα παρουσιάσουν σήμερα, αύριο και μεθαύριο σε θεσμικούς επενδυτές και fund managers στη Νέα Υόρκη και στη Βοστώνη ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης. Οι συναντήσεις αυτές κρίνονται εξαιρετικά σημαντικές, καθώς από αυτές θα καταδειχτεί το σε ποιο βαθμό οι επενδυτές ταυτίζονται με τις εκτιμήσεις των Ευρωπαϊκών θεσμών για το μελλοντικό κόστος αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους ή θεωρούν πως τα πράγματα θα εξελιχθούν χειρότερα για την Ελλάδα.
Οι παραδοχές στις οποίες έχει βασίσει την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) είναι κατά πολλούς αισιόδοξες. Ειδικά ως προς το σκέλη των πρωτογενών πλεονασμάτων, της ανάπτυξης της οικονομίας και των μελλοντικών επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδος.
Ο ESM θεωρεί πως η μακροπρόθεσμη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ της Ελλάδος την περίοδο 2023-2060 θα είναι 3% (1,5% πραγματική αύξηση ΑΕΠ και 1,5% πληθωρισμός), πως το μέσο πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 2,2% του ΑΕΠ και πως το μέσο επιτόκιο αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους από τις αγορές θα κυμανθεί την ίδια περίοδο στο 5,2%.
Πάντως , ακαδημαϊκοί, αναλυτές και επενδυτές δεν έχουν πειστεί πως η Ελλάδα θα μπορέσει να καταγράψει για 37 συνεχόμενα έτη μέσα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,2% του ΑΕΠ, ενώ οι απόψεις διίστανται και για το εάν το μέσο κόστος δανεισμού της χώρας από τις αγορές στο διάστημα 2023-2060 θα είναι στο 5,2%. Τι σημαίνει προεξοφλητικό επιτόκιο 5,2% με απλά λόγια; Σημαίνει πως η Ελλάδα θα αναχρηματοδοτεί το χρέος της με τριπλάσιο κόστος από το σημερινό. Κάποιοι αναλυτές θεωρούν πως αυτό το κόστος θα κινηθεί ακόμη υψηλότερα, θέση που μέχρι πρόσφατα υποστήριζε και το ΔΝΤ. Εάν τελικά αποδειχθεί πως έχουν δίκαιο – θα το διαπιστώσουμε μέσα στο 2019-2020- τότε αυτομάτως το χρέος θα θεωρηθεί μη βιώσιμο.
Αυτό θα γίνει εμφανές με τη λήξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οπότε το κόστος δανεισμού όλων των χωρών της Ευρωζώνης θα αυξηθεί. Δηλαδή εάν σήμερα το δεκαετές πορτογαλικό ομόλογο έχει απόδοση 1,80% και το ελληνικό δεκαετές 3,90%, μια αύξηση της απόδοσης του πορτογαλικού ομολόγου στο 3% θα οδηγήσει στο 5,2% την απόδοση του ελληνικού τίτλους αναφοράς. Γνωρίζοντας δε πως η Ελλάδα θα έχει σε βάθος χρόνου μέσο κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους της άνω του 5%, είναι λογικό οι αποδόσεις που θα ζητούν από την Ελλάδα οι επενδυτές να «κουμπώσουν» κοντά σε αυτό το επίπεδο.
Προσοχή. Εάν η Ελλάδα δανείζεται με μέσο επιτόκιο χαμηλότερο από 5,2% τότε μπορεί να υποστηρίζει πως το χρέος της παραμένει σε βιώσιμη τροχιά. Εάν όχι, τότε θα βρεθεί ξανά αντιμέτωπη με κερδοσκοπικές πιέσεις. Βασική προϋπόθεση για να αποφευχθεί το δυσμενές αυτό σενάριο είναι να μην υπάρξουν προβλήματα με τα συμφωνημένα πρωτογενή πλεονάσματα. Διότι εάν αυτά δεν επιτευχθούν τότε αυτομάτως το χρέος θα καταστεί και σε όρους ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών μη βιώσιμο.
Και εδώ φαίνονται τα τρωτά σημεία της συμφωνίας του Eurogroup που ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης θα πρέπει να εξηγήσουν στους επενδυτές. Αποδεχόμενη η Ελλάδα στόχους για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε μια περίοδο που το κόστος χρήματος αυξάνεται διεθνώς, ουσιαστικά επέτρεψε στους Ευρωπαίους να αναβάλουν για ακόμη μια φορά τη λύση του ελληνικού προβλήματος, κάτι που εν πολλοίς θα είχε γίνει εάν είχε ενεργοποιηθεί ο «γαλλικός μηχανισμός» που συνδέει την ελάφρυνση χρέους με τους ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδος.
Το ΔΝΤ και πολλοί άλλοι αναλυτές θεωρούν πως τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα – εάν επιτευχθούν- θα ροκανίσουν την αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδος. Στη βάση αυτή ήδη διατυπώνονται εκτιμήσεις πως ο προβλεπόμενος στις αποφάσεις του Eurogroup του Ιουνίου 2017 «γαλλικός μηχανισμός», θα ενεργοποιηθεί νωρίτερα από το 2032, καθώς θα προκύψει ανάγκη για κάτι τέτοιο.