ΕΕ: Εκτεθειμένες σε ενδεχόμενη οξεία κρίση ρευστότητας οι ελληνικές τράπεζες
Μπορεί η Ελλάδα να εξέρχεται του Μνημονίου και να βρίσκεται ακόμη υπό καθεστώς capital control, ωστόσο τα τελευταία στοιχεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν πως ακόμη και σήμερα τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα δεν διαθέτουν τα απαραίτητα ρευστά διαθέσιμα για την αντιμετώπιση μιας οξείας κρίσης ρευστότητας 30 ημερών.
Τα στοιχεία για το Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio - LCR) των ελληνικών τραπεζών που γνωστοποίησε προ ημερών το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάνουν λόγο για «πρόβλημα», καθώς οι τέσσερεις σύστημικές τράπεζες έχουν έναν μέσο συντελεστή LCR κάτω από 100% που είναι το εποπτικό όριο της Βασιλείας ΙΙΙ.
Το ακριβές ποσό δεν αποκαλύπτεται στους ευρωβουλευτές και χαρακτηρίζεται ως «εμπιστευτικό» (confidential), αλλά σημειώνεται πως «είναι προφανές ότι η συνολική αναλογία είναι κάτω από το 100%», όταν ο μέσος όρος του LCR των συστημικών τραπεζών της ευρωζώνης είναι στο 143,6%!
Για όσους δεν το γνωρίζουν ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας προτάθηκε το 2011 ως μέτρο ενίσχυσης των τραπεζών σε περιόδους κρίσης και μπήκε σε σταδιακή εφαρμογή το 2016 και σε πλήρη εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου του 2018.
Ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας εξετάζει την επάρκεια των αποθεμάτων υψηλής ποιότητας ρευστοποιήσιμων στοιχείων ενεργητικού για την κάλυψη των βραχυπρόθεσμων αναγκών ρευστότητας κάτω από ένα συγκεκριμένο σενάριο δύσκολων συνθηκών (stress) σε περίοδο 30 ημερών.
Η λογική του μέτρου είναι πως το απόθεμα των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να επιτρέπει στην τράπεζα να επιβιώσει μέχρι την 30η ημέρα του προτεινόμενου σεναρίου stress, ημερομηνία κατά την οποία γίνεται η παραδοχή ότι τα κατάλληλα μέτρα μπορούν να ληφθούν από τη διοίκηση ή και τις εποπτικές αρχές.
Το πρότυπο προϋποθέτει ότι η τιμή του δείκτη δε μπορεί να είναι μικρότερη από 100%, δηλαδή το απόθεμα των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με το εκτιμώμενο ποσό των καθαρών ταμειακών εκροών υπολογισμένες για 30 ημερολογιακές ημέρες μελλοντικά.
Οι τράπεζες οφείλουν να τηρούν την παραπάνω υποχρέωση ως άμυνα έναντι του ενδεχόμενου εμφάνισης σοβαρών κρίσεων ρευστότητας (όπως αναλήψεις του 5% των σταθερών καταθέσεων λιανικής, του 10% των λοιπών καταθέσεων και του 75% των επιχειρηματικών προθεσμιακών 30 ημερών).
Επίσης οι τράπεζες και οι εποπτικές αρχές οφείλουν να έχουν πλήρη επίγνωση για τυχόν αναντιστοιχίες που μπορεί να προκληθούν εντός της προθεσμίας των 30 ημερών και να διασφαλίσουν ότι υπάρχουν διαθέσιμα επαρκή ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού για την κάλυψη ενδεχόμενων κενών στις ταμειακές ροές καθ’ όλη τη διάρκεια του μήνα.
Αυτό σημαίνει ότι εάν μια τράπεζα υποφέρει από ξαφνική έλλειψη κεφαλαίων, μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ταμειακά της αποθέματα ή να πουλήσει εξαιρετικά ρευστά περιουσιακά στοιχεία για να καλύψει τις οικονομικές της υποχρεώσεις για τουλάχιστον 30 ημέρες. Αυτή η υποχρεωτική χρηματοοικονομική επένδυση εξασφαλίζει ότι οι τράπεζες έχουν αρκετό χρόνο για να επιλύσουν οποιεσδήποτε κρίσεις ή να βρουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης προτού καταφύγουν σε εκκαθάριση άλλων περιουσιακών στοιχείων.
Πρέπει να σημειωθεί πως ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας δεν είναι μόνο μια συνετή χρηματοοικονομική πρακτική, είναι μια νομική απαίτηση που αναγκάζει τις τράπεζες να διακρατούν στον ισολογισμό τους κυρίως στοιχεία που έχουν χαμηλές αποδόσεις και πιέζουν την κερδοφορία τους, όπως μετρητά, καταθέσεις και ομόλογα κεντρικών τραπεζών, κρατικά ομόλογα μηδενικού ρίσκου, κ.α..
Το ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν διαθέτουν τα απαραίτητα ρευστά διαθέσιμα για την αντιμετώπιση μιας οξείας κρίσης ρευστότητας, ακόμη και 30 ημερών, δείχνει πως ακόμη έχουν να διανύσουν μεγάλη απόσταση.