Η κοινοτική οδηγία BRRD για τη διάσωση τραπεζών
Η κοινοτική οδηγία 2014/15, γνωστή ως BRRD (Bank Recovery and Resolution Directive) η οποία θα τεθεί σε πλήρη ισχύ στη χώρα μας από την 1η Ιανουαρίου 2016, προβλέπει τη στήριξη και εξυγίανση των τραπεζών μέσω της διαδικασίας εκκαθάρισης (resolution).
Ουσιαστικά προσδιορίζει όλες τις διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθηθούν αν μια τράπεζα χρειαστεί εξυγίανση, καλώντας τους μετόχους, τους ομολογιούχους και εντέλει τους καταθέτες να επωμισθούν το κόστος διάσωσης. Αυτό είναι το bail in, η διάσωση εκ των έσω, που προβλέπει ότι θα υποστούν την ζημία της αναδιάρθρωσης οι επενδυτές της τράπεζας, πριν επιστρατευθούν κρατικά κεφάλαια για να τη «σώσουν».
Η διάσωση γίνεται αντίστροφα: πριν επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι (bail out) καλούνται να «πληρώσουν» με σειρά προτεραιότητας:
- οι μέτοχοι, είτε κατέχουν κοινές είτε προνομιούχες μετοχές,
- οι ομολογιούχοι με την εξής κατάταξη: κάτοχοι ειδικών υβριδικών τίτλων, ομολόγων χαμηλής εξασφάλισης και ομολόγων υψηλής εξασφάλισης.
- αποταμιευτές με καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ (ανά τράπεζα και ανά δικαιούχο). Οι καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ έχουν χαρακτηριστεί από τις κοινοτικές αρχές ως «επένδυση», αντιμετωπίζοντας ως πλήρως εγγυημένες και προστατευμένες τις αποταμιεύσεις κάτω από αυτό το όριο, οι οποίες και δεν μπορούν να υποστούν κούρεμα (haircut).
Οι επενδυτές μιας τράπεζας (μέτοχοι, ομολογιούχοι και μη εξασφαλισμένοι καταθέτες) θα πρέπει να καλύψουν με την συμμετοχή τους κεφάλαια που θα αντιστοιχούν στο 8% της αξίας του παθητικού μιας τράπεζας. Αυτό σημαίνει πως οι μέτοχοι και η συντριπτική πλειονότητα των ομολογιούχων χάνουν τα χρήματά τους. Εάν χρειαστεί κρατική βοήθεια στη συνέχεια, αυτή δεν μπορεί να ξεπερνάει το 5% του παθητικού.
Το άρθρο 44 για την αναδιάρθρωση του παθητικού μιας τράπεζας αναφέρει ρητά πως η αρχή εξυγίανσης δεν «κουρεύει»:
- τις εγγυημένες καταθέσεις (έως 100.000 ευρώ)
- κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή περιουσιακών στοιχείων πελατών ή χρημάτων των πελατών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που διακρατούν οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (αμοιβαία κεφάλαια)
- κάθε υποχρέωση που προκύπτει από καταπιστευτική σχέση μεταξύ του ιδρύματος και ενός άλλου προσώπου
- τις καταθέσεις του Ταμείου Εγγυοδοσίας Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) και του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών ·
- τις υποχρεώσεις σε οποιονδήποτε από τους εργαζόμενους, τους εμπορικούς πιστωτές, τις φορολογικές αρχές και τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζονται ως Αρχές Εξυγίανσης, για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων, αντίστοιχα.
Η διαδικασία εξυγίανσης
Αφού πρώτα υπολογιστούν οι ανάγκες κάθε τράπεζας, γίνουν ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων μακροοικονομικών καταστάσεων (stress test) και προσδιοριστούν τα απαιτούμενα κεφάλαια τα κεφάλαια, η ανακεφαλαιοποίηση έχει τα παρακάτω στάδια:
– Αν μια τράπεζα χρειαστεί διάσωση οι αρχές αρχικά θα πρέπει να απευθυνθούν στους μετόχους των τραπεζών, προκειμένου να καλύψουν τις κεφαλαιακές ανάγκες. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
– Αν δεν επαρκεί η συμμετοχή τους ή δεν καλύψουν τις κεφαλαιακές ανάγκες του πιστωτικού ιδρύματος, τότε είναι η σειρά των ομολογιούχων να συμμετέχουν. Τα ομόλογα είτε μετατρέπονται σε κοινές μετοχές είτε απομειώνεται η αξία τους, ώστε μειώνοντας το παθητικό της τράπεζας, να περιοριστούν και οι κεφαλαιακές ανάγκες. Αν μετά την μετατροπή των υβριδικών τίτλων και των ομολογιών σε μετοχικό κεφάλαιο η τράπεζα έχει θετικό πρόσημο στα ίδια κεφάλαια, τότε κρίνεται βιώσιμη και μπορεί να έχει πρόσβαση σε κρατική βοήθεια χωρίς να απαιτηθεί κούρεμα των ανασφάλιστων καταθέσεων. Σε διαφορετική περίπτωση το πιστωτικό ίδρυμα οδεύει προς εξυγίανση.
– Αν δεν συμπληρωθούν τα αναγκαία κεφάλαια από μετόχους και ομολογιούχους τότε το τρίτο στάδιο προβλέπει συμμετοχή των καταθετών στην ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού ιδρύματος. Η οδηγία BRRD προβλέπει πως οι καταθέσεις των φυσικών προσώπων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που υπερβαίνουν τις 100. 000 ευρώ θα μπορούν να τύχουν προνομιακής μεταχείρισης, υπό την έννοια ότι δεν θα κουρευτούν πριν υποστούν τη ζημία, άλλοι μη εξασφαλισμένοι πιστωτές. Εφόσον οι μέτοχοι και ομολογιούχοι «κουρευτούν» τότε θα εξετασθεί και η απομείωση των καταθέσεων άνω των 100.000 ευρώ.