ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Αποκαλυπτήρια» σήμερα για το μεταμνημονιακό πλαίσιο εποπτείας

«Αποκαλυπτήρια» σήμερα για το μεταμνημονιακό πλαίσιο εποπτείας
ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ/Andrea Bonetti

Με επιφυλακτικότητα και προβληματισμό  αντιμετωπίζουν οι δανειστές δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που παραπέμπουν σε αντιστροφή των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων μεταμνημονιακά.

Σήμερα στο πλαίσιο συνεδρίου του Economist στην Αθήνα τόσο ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ, όσο και οι εκπρόσωποι των θεσμών Φίλιπ Γκέρσον (ΔΝΤ), Ντέκλαν Κοστέλο (Κομισιόν), Νικολά Τζιαμαρόλι (ESM) και Φραντσέσκο Ντρούντι (ΕΚΤ) αναμένεται «να βάλουν τάξη» στο τι θα ισχύσει με το μεταμνημονιακό πλαίσιο εποπτείας της Ελλάδος και το ποιοι βαθμοί ελευθερίας θα δοθούν στην ελληνική κυβέρνηση.

Ήδη χθες μέσα από το Μέγαρο Μαξίμου στη συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σημείωσε πως η Ελλάδα έχει ακόμη να διανύσει μεγάλη απόσταση και συνέστησε σταθερή προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις. «Θα χρειαστεί ακόμη περισσότερη δουλειά από την πλευρά σας», είπε στον Έλληνα πρωθυπουργό.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ελληνική κυβέρνηση είναι και αυτή που θα κρατήσει το ΔΝΤ με ενισχυμένο ρόλο στο ελληνικό πρόγραμμα. Μάλιστα, λόγω της γερμανικής επιμονής σε ενεργή ανάμιξη του ΔΝΤ στα ελληνικά πράγματα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, θεωρείται εξαιρετικά πιθανόν πως το Eurogroup δεν θα εγκρίνει την πρόωρη αποπληρωμή των ακριβών δανείων του Ταμείου από τα αδιάθετα χρήματα του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).

Γιατί θα γίνει αυτό; Το καταστατικό του ΔΝΤ αναφέρει πως οι χώρες μέλη του Οργανισμού με εκκρεμή δάνεια προς το Ταμείο που υπερβαίνουν το 1,5 δισ. SDR, δηλαδή το 1,8 δισ. ευρώ, υπόκεινται σε μετα- προγραμματική παρακολούθηση (post-program monitoring), δηλαδή σε μια επιτήρηση που συνοδεύεται από μια ετήσια έκθεση προόδου στην οποία αξιολογούνται αναλυτικά η ικανότητα της χώρας να αποπληρώσει το Ταμείο, τα τρωτά σημεία της οικονομίας της και οι πιθανοί κίνδυνοι που διατρέχει.

Αυτή η έκθεση δεν περιλαμβάνει μόνον τις συστάσεις πολιτικής, αλλά αποκαλύπτει και το πώς ανταποκρίνονται οι Αρχές κάθε χώρας σε αυτές τις συστάσεις, ώστε οι αγορές να γνωρίζουν τι συμβαίνει. Για το λόγο αυτό άλλωστε οι Γερμανοί επιμένουν πως η Ελλάδα πρέπει να υπαχθεί σε καθεστώς μετα- προγραμματικής παρακολούθησης και εμφανίζονται εξαιρετικά απρόθυμοι στο ενδεχόμενο πρόωρης αποπληρωμής του Ταμείου, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση ο συνολικός δανεισμός της χώρας μας από το ΔΝΤ ύψους 10,84 δισ. ευρώ θα υποχωρούσε κάτω από το 1,8 δισ. ευρώ που είναι το όριο που προβλέπει το ειδικό σχήμα εποπτείας!

Άλλωστε χθες από τις Βρυξέλλες ο Ολλανδός επικεφαλής του EuroWorking Group Χανς Φάιλμπριφ δήλωσε ότι «το ΔΝΤ θα συμμετάσχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τόσο στην ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος, όσο και στη μεταμνημονιακή εποχή, με τεχνική μορφή» και επεσήμανε ότι η επιτήρηση της Ελλάδος μετά το πρόγραμμα θα είναι πιο έντονη από ότι στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία.

Πάντως ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης Νίκος Παππάς, υποστήριξε χθες μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό 247 πως μετά το Μνημόνιο ο «διάλογος» της Ελλάδος με το ΔΝΤ δεν θα παράγει «πολιτικά αποτελέσματα».

Χαρακτηριστικά ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής δήλωσε τα εξής: «Διάβαζα πριν κάποιες ημέρες την τελευταία αναφορά που έχει κάνει (σ.σ. το ΔΝΤ) για την οικονομία της Πορτογαλίας. Όπου καταγράφεται ευθαρσώς μέσα από τις σελίδες αυτής της αναφοράς ότι υπάρχουν διαφωνίες. Ότι το ΔΝΤ προτείνει περικοπές, σε μισθούς και συντάξεις και η πορτογαλική κυβέρνηση απλώς δεν τις κάνει. Και αυτή είναι απλώς μια ετήσια αναφορά που αποτελεί απλώς ένα αντικείμενο ενός διαλόγου που δεν παράγει πολιτικά αποτελέσματα».

Οι αναφορές Παππά πάντως δεν επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της έκτης έκθεσης για τη μετα- προγραμματική παρακολούθηση της Πορτογαλίας που εξέδωσε το ΔΝΤ στις 21 Φεβρουαρίου 2018. Εκεί απλά αναφέρεται πως λόγω της μεταβολής των κυκλικών συνθηκών οι πορτογαλικές αρχές πρέπει να είναι προσεκτικές όσον αφορά στις μόνιμες αυξήσεις δαπανών που ενδέχεται να μειώσουν την ευελιξία των δημόσιων δαπανών.