Ανάπτυξη 2,2% βλέπει για την Ελλάδα το 2018 η EBRD
Επιτάχυνση της ανάκαμψης στην Ελλάδα και βελτίωση των επενδυτικών ροών στη χώρα βλέπει για την επόμενη διετία η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD).
Στην έκθεση με τις νέες εκτιμήσεις της για τις χώρες όπου δραστηριοποιείται, η EBRD εκτιμά ρυθμούς ανάπτυξης 2,2% για το τρέχον έτος και 2,3% το 2019 για την Ελλάδα, χάρη στις βελτιωμένες συνθήκες που αναμένονται σε επίπεδο επενδύσεων, απασχόλησης και εμπιστοσύνης.
«Αναμένουμε βαθμιαία ενδυνάμωση της ανάκαμψης στην Ελλάδα, μετά από μια εξαιρετική τουριστική περίοδο το 2017 και εν μέσω ενίσχυσης της απασχόλησης», υπογράμμισε η EBRD κατά την παρουσίαση των οικονομικών της προβλέψεων στο πλαίσιο της Ετήσιας Συνόδου της Τράπεζας στην Ιορδανία την Τετάρτη.
Για το σύνολο των περιοχών που εξετάζει -37 συνολικά- στην έκθεση «Περιφερειακές Οικονομικές Προοπτικές», η Τράπεζα εκτιμά ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί στο 3,3% φέτος, έναντι 3% που ανέμενε τον περασμένο Νοέμβριο. Για το 2019, αναμένει μέση ανάπτυξη της τάξης του 3,2%.
Η δυναμική της οικονομίας παραμένει ισχυρή αλλά είναι πιθανό η ανάπτυξη να βρίσκεται ήδη στο ανώτατο σημείο της, αναφέρει η έκθεση. Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να υποχωρήσει την επόμενη διετία, σε σύγκριση με το 2017, και αυτό αντανακλά την υποχώρηση των ρυθμών αύξησης της παραγωγικότητας, τόσο στις προηγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της EBRD, Σεργκέι Γουριέφ, η επιβράδυνση της παραγωγικότητας είναι αποτέλεσμα της εξάντλησης των αναπτυξιακών μοχλών που απέφεραν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης προ κρίσης σε μια σειρά από χώρες.
«Για να αναπτύξουν νέες πηγές ανάπτυξης, οι εν λόγω χώρες θα πρέπει να υλοποιήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης της διακυβέρνησης, της ενίσχυσης της ενοποίησης με τον παγκόσμια οικονομία και των επενδύσεων στους ανθρώπινους πόρους και τις βιώσιμες υποδομές».
Όσον αφορά στους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία, η EBRD επισημαίνει τη σημαντική αύξηση του εταιρικού χρέους, τις υψηλές αποτιμήσεις στις αγορές, καθώς και τον ενίσχυση του λαϊκισμού -ιδίως εν μέσω μέτριας ανάπτυξης και διεύρυνσης των ανισοτήτων.