ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ανάπτυξη 2,1% προβλέπει το ΙΟΒΕ για το 2018

Ανάπτυξη 2,1% προβλέπει το ΙΟΒΕ για το 2018
ΕUROKINISSI//ΛΥΔΙΑ ΣΙΩΡΗ

Αύξηση της ανάπτυξης στην Ελλάδα από το 1,4% το 2017 στο 2,1% το 2018 προβλέπει ο Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στην τριμηνιαία έκθεση του για την ελληνική οικονομία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ η αύξηση των επενδύσεων ακόμη και αν είναι μικρή ως απόλυτο μέγεθος είναι αξιοσημείωτη ποσοστιαία, λόγω της χαμηλής βάσης. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, κινούνται θετικά, κυρίως ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ανάπτυξης στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο διεθνές περιβάλλον και της συνακόλουθης αύξησης ζήτησης.

Μια διαφοροποίηση από την προηγούμενη χρονιά, όμως, είναι πως οι τιμές επιβραδύνονται με τον ρυθμό αύξησης τους να μειώνεται από το περυσινό περίπου 1% στο μισό αυτού. Αυτό το στοιχείο, συγκριτικά με πέρυσι, ενδυναμώνει σε πραγματικούς όρους τη συμβολή της κατανάλωσης στο εθνικό προϊόν, στην οποία συμβάλλει και η αποκλιμάκωση της ανεργίας. Η δε συνολική συνεισφορά του εξωτερικού ισοζυγίου παραμένει αρνητική.

«Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι συνθήκες και οι προοπτικές για την Ελληνική Οικονομία βελτιώνονται, κάτι που αποτυπώνεται στα στοιχεία του ΑΕΠ, αλλά και σε άλλους σημαντικούς δείκτες», ανάφερε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ Τάκης Αθανασόπουλος στην παρουσίαση της έκθεσης.

Παρά, όμως, το θετικό πρόσημο το ΙΟΒΕ σημειώνει πως σε πολλές πτυχές της οικονομίας, υπάρχουν ισχυροί λόγοι για προβληματισμό, τόσο για το διάστημα της επόμενης διετίας όσο και μακροπρόθεσμα. Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές, ανησυχία δημιουργεί το κατά πόσο η ελληνική οικονομία εξέρχεται από τα τρία διαδοχικά προγράμματα προσαρμογής έχοντας αλλάξει σε σημαντικό βαθμό τη δομή της. Η υπερβολικά εσωστρεφής και εξαρτημένη από τον δημόσιο τομέα παραγωγή ήταν ακριβώς η πηγή της χαμηλής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας που οδήγησε σταδιακά σε υπέρογκα δίδυμα ελλείμματα και τελικά σε αναντιστοιχία με τα εισοδήματα και αδυναμία χρηματοδότησης από τις αγορές.

Όσο θετικά αντανακλαστικά και να ενεργοποιεί η προσδοκία εξόδου από τα προγράμματα ώστε να υπάρξει «επιστροφή στην κανονικότητα», άλλο τόσο θα είναι επικίνδυνο να μην έχουν αφομοιωθεί οι διδαχές από το παρελθόν. «Θα ήθελα να υπενθυμίσω τα σημαντικά δομικά προβλήματα της οικονομίας μας, τα οποία δεν έχουν αντιμετωπισθεί, και τον κίνδυνο οι θετικές εξελίξεις να παρερμηνευθούν και να οδηγήσουν στην εγκατάλειψη της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Το διακύβευμα για όλους μας πρέπει να είναι πως θα επανακτήσουμε το χαμένο έδαφος. Πως θα επανακάμψει η οικονομία μας στα επίπεδα των ανεπτυγμένων οικονομιών της Ευρώπης. Με απλά λόγια, ο στόχος μας πρέπει να είναι η σύγκλιση με τις ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης, και αυτό επιτυγχάνεται με ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης 3% με 4% ετησίως», είπε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ.

Κατά το ΙΟΒΕ σημαντικό προβληματισμό προκαλεί και η πορεία της οικονομίας σε βραχυχρόνιο ορίζοντα. Δημιουργείται η αίσθηση πως οι εμπλεκόμενες πλευρές στο ελληνικό πρόγραμμα επιθυμούν, ασφαλώς, την επιτυχή ολοκλήρωση του (στοιχείο σημαντικό) και ταυτόχρονα να μη δημιουργηθούν δημοσιονομικά κενά και δυσχέρεια στη χρηματοδότηση της χώρας το επόμενο έτος (επίσης στοιχείο σημαντικό) χωρίς όμως να δίνεται εξίσου μεγάλη σημασία στην αναγκαία αναπτυξιακή διάσταση. Όπως αναφέρει η έκθεση, τα επιτόκια με τα οποία οι διεθνείς επενδυτές αντιμετωπίζουν την ελληνική οικονομία εξακολουθούν να απέχουν σημαντικά από αυτά για άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Συνολικά, η έξοδος της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές φαίνεται ότι θα γίνει με όρους που διαφέρουν από αυτούς για τις άλλες οικονομίες που προηγουμένως βγήκαν από τα δικά τους προγράμματα.

Πρώτον, διότι ο διεθνής οικονομικός κύκλος ήταν προηγουμένως σε ευνοϊκότερο στάδιο, δηλαδή η χώρα μας κινδυνεύει να βρεθεί στο εγγύς μέλλον υπό την πίεση αύξησης του κόστους χρηματοδότησης διεθνώς. Δεύτερον, γιατί το τραπεζικό μας σύστημα είναι περισσότερο ευάλωτο από ό,τι στις άλλες οικονομίες, όπως αυτό αντανακλάται και στη συνεχιζόμενη τήρηση ελέγχων κεφαλαίου όσο και στο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Υπό αυτήν την έννοια, η ελληνική πλευρά θα είχε κάθε λόγο να αιτηθεί και οι εταίροι θα είχαν υποχρέωση να προσφέρουν, χωρίς καμία επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση, πρόσβαση σε κατάλληλη πιστοληπτική γραμμή στήριξης που θα εξομάλυνε το διάστημα ανάμεσα στο τρίτο πρόγραμμα και την αυτόνομη χρηματοδότηση της χώρας.

«Φαίνεται πως έγινε η επιλογή να μην ενεργοποιηθεί μια τυπική πιστοληπτική γραμμή, ενώ αυτή θα ήταν διαθέσιμη, κυρίως για πολιτικούς λόγους, τόσο εγχωρίως όσο στην Ευρώπη. Το αρνητικό σήμα που εκπέμπεται σχετικά προς τους μελλοντικούς επενδυτές θα πρέπει και μπορεί να εξισορροπηθεί, αλλά υπό πολύ συγκεκριμένους όρους. Αυτοί πρέπει να αφορούν συνδυαστικά τόσο στη διασφάλιση ότι η επιβάρυνση από την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους για την οικονομία δεν θα είναι υπερβολική στον ορατό ορίζοντα όσο και στην εφαρμογή ενός αξιόπιστού αναπτυξιακού σχεδίου», σημειώνεται στην έκθεση.

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας είπε πως εάν η ελληνική οικονομία δεν προσχωρήσει προς τον δρόμο των δομικών μεταρρυθμίσεων, με έμφαση στο άνοιγμα των αγορών και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της δημόσιας διοίκησης, ο ρυθμός πραγματικής μεγέθυνσης της οικονομίας κατά την επόμενη δεκαετία δύσκολα τα υπερβεί το 1% ετησίως. «Όλες οι εμπλεκόμενες στο πρόγραμμα πλευρές, οφείλουν να στηρίξουν τη θετική δυναμική της οικονομίας, καθώς ο εγκλωβισμός και πάλι σε χαμηλές προσδοκίες» μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνος», τόνισε.