ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Δραγασάκης: Στοχευμένες φοροελαφρύνσεις 3 δισ. ευρώ

Δραγασάκης: Στοχευμένες φοροελαφρύνσεις 3 δισ. ευρώ
ΑΠΕ -ΜΠΕ

Στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα η κυβέρνηση θα δεσμεύσει το ποσό των 3 δισ. ευρώ για στοχευμένες φοροελαφρύνσεις, τόνισε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Γιάννης Δραγασάκης, από το βήμα του 11ου περιφερειακού αναπτυξιακού συνεδρίου Κ. Μακεδονίας.

Διαβεβαίωσε ότι «όσο αυξάνεται η εισπραξιμότητα ΦΠΑ και μειώνεται η φοροδιαφυγή, τόσο θα αυξάνεται η δυνατότητα για πρόσθετες, στοχευμένες και πάλι, δράσεις στη φορολογία, ενώ παρατήρησε:

Προ κρίσης, τα φορολογικά έσοδα ήταν διαχρονικά πολύ χαμηλά. Φόρους πλήρωνε «όποιος ήθελε» και λιγότερο απ' όλους οι πλούσιοι. Αυτό μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Πρέπει, πλέον, να διατηρούμε ένα ορισμένο επίπεδο φορολογικών εσόδων. Μπορούμε όμως να δράσουμε στοχευμένα.

Ακόμη ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επισήμανε την ανάγκη να «συζητήσουμε διεξοδικά την ιδέα της Βαλκανικής Συνανάπτυξης, που θα στηρίζεται στην αμοιβαία και ισότιμη συνεργασία και στην οποία η Ελλάδα μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο».

Όπως είπε, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 υπήρξε μια ευκαιρία που χάθηκε. «Σήμερα δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία για τη Βαλκανική Συνανάπτυξη. Τότε η ιδέα της συνανάπτυξης και ισότιμης συνεργασίας ήταν εξαιρετικά μειοψηφική. Την υποστήριξε κυρίως ο Συνασπισμός και κάποιες κοινωνικές δυνάμεις».

Ο ίδιος, πρόσθεσε ότι «ήδη, από το 1995, ο Συνασπισμός διοργάνωσε το Βαλκανικό Φόρουμ Αριστερών και Προοδευτικών Δυνάμεων, με συμμετοχή 15 κομμάτων από την περιοχή και σκιαγράφησε ένα σχέδιο Βαλκανικής Συνανάπτυξης.

«Όμως επικράτησε η λογική της ελληνικής "διείσδυσης" στα Βαλκάνια», είπε ο Γ.Δραγασάκης και συνέχισε:

Δυστυχώς τα πράγματα πήραν διαφορετική τροχιά. Η ένταξη της χώρα μας στο ευρώ, το φθηνό χρήμα δημιούργησαν συνθήκες αλαζονείας και αντί μιας σχεδιασμένης συνανάπτυξης είχαμε μια άναρχη χρηματοπιστωτική επέκταση και όταν η κρίση ξέσπασε στην Ελλάδα κατέρρευσε. Επίσης, η Ελλάδα αντί να γίνει παράγοντας λύσης των προβλημάτων, δυστυχώς, γίναμε μέρος του προβλήματος.

Παράλληλα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης υπογράμμισε ότι «σήμερα υπάρχουν περισσότερες δυσκολίες, σε σύγκριση με το 1990, καθώς η Ελλάδα που ήταν βασικός πρωταγωνιστής έχασε σε αξιοπιστία και κύρος, έχουμε αναζωπύρωση εθνικισμών, ανταγωνισμών, έχουν αναπτυχθεί νέες ανισότητες στα Βαλκάνια (άλλες χώρες έχουν γίνει μέλη της Ε.Ε. και άλλες έχουν μείνει εκτός) και δεν υπάρχει ηγέτης στην περιοχή για να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας. Η κάθε χώρα και κυβέρνηση προσπαθεί να αποκτήσει το δικό της προβάδισμα».

Ο ίδιος έκανε ωστόσο λόγο και για θετικούς παράγοντες, όπως «οι κοινές δυνατότητες συνεργασίας, το νέο ενδιαφέρον της ΕΕ για την περιοχή και την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, το συγκριτικό πλεονέκτημα ότι όλες οι χώρες της Βαλκανικής αποτελούν πέρασμα, γέφυρα στη διασύνδεση της Ασίας με την Ευρώπη, ενώ όλες οι ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα ενδιαφέρονται για την περιοχή».

«Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν τη δεύτερη ευκαιρία για τη Βαλκανική Συνανάπτυξη, που αυτή τη φορά πρέπει να στηριχθεί στην ισότιμη και αμοιβαία επωφελή συνεργασία των χωρών», επισήμανε ο Γ.Δραγασάκης.

Επιπρόσθετα, ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης υπογράμμισε ότι για την Ελλάδα ότι πρέπει να κάνει τη Βαλκανική Συνανάπτυξη «κομμάτι του εθνικού στρατηγικού σχεδίου για την ανάπτυξη, να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος και τα παθήματα να γίνουν μαθήματα».

«Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητα που προσφέρεται για να λυθούν εκκρεμότητες του παρελθόντος με την ΠΓΔΜ και την Αλβανία, στη βάση, πάντα, της αμοιβαιότητας» σημείωσε χαρακτηριστικά.

Αναφορικά με την ονομασία της ΠΓΔΜ δήλωσε πως «όσο δεν λύνεται έχουμε κόστος, θεωρούμαστε μέρος του προβλήματος, δεν μπορούμε να συμμετέχουμε σε διάφορες πρωτοβουλίες, όπως η Πρωτοβουλία του Βερολίνου, ακριβώς γιατί κάποιοι μας θεωρούν ότι είμαστε μέρος του προβλήματος».

Τέλος, για την προώθηση της Βαλκανικής Συνανάπτυξης πρότεινε τη δημιουργία μιας «δεξαμενής έργων» ανακοινώνοντας ότι το υπουργείο Οικονομίας θα προχωρήσει στη συγκρότηση Διϋπουργικής Επιτροπής για την αξιολόγηση των προτάσεων που θα κατατεθούν.