Οκτώ κορυφαίοι ειδικοί «ξεγυμνώνουν» την πρόταση του Eurogroup για την ελάφρυνση του χρέους
Τη θέση πως οι αποφάσεις του Eurogroup του Ιουνίου 2017 δεν αρκούν για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους διατυπώνουν οκτώ διακεκριμένοι ειδικοί στα ζητήματα δημοσίου χρέους σε έκθεση που συνέταξαν και η οποία δημοσιεύθηκε από το Κέντρο Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής (CEPR).
Οι Barry Eichengreen (University of California at Berkeley), Αιμίλιος Αυγουλέας (University of Edinburgh), Miguel Poiares Maduro (European University Institute), Ugo Panizza (The Graduate Institute, Geneva), Richard Portes (London Business School), Beatrice Weder di Mauro (INSEAD, Singapore), Charles Wyplosz (The Graduate Institute, Geneva) και ο Jeromin Zettelmeyer (Peterson Institute), συνέταξαν μια αναλυτική μελέτη για το θέμα του ελληνικού χρέους στην οποία γίνεται αφενός κριτική στις αποφάσεις της Ευρωομάδας για την απομείωση του, αφενός διατυπώνονται τρεις διαφορετικές επιλογές για την μείωση του αποθέματος του χρέους.
Για το σχέδιο της ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος η ομάδα των ειδικών αναφέρει πως μια ανησυχητική πτυχή αυτού του σχεδίου είναι η στενότητα της δημοσιονομικής πορείας που επιβάλει, ξεκινώντας με ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για πέντε χρόνια και στη συνέχεια προβλέποντας πρωτογενή πλεονάσματα 2% για σχεδόν 40 χρόνια.
«Τόσο μεγάλα πλεονάσματα για τέτοιες παρατεταμένες περιόδους είναι σπάνια. Τα μεγάλα και επίμονα πλεονάσματα απαιτούν όχι μόνο μια υγιή οικονομία αλλά και μια ευρεία κοινωνική συναίνεση», σημειώνεται στη μελέτη και προστίθεται πως ιστορικά όπου κατεγράφησαν μεγάλα πλεονάσματα για μεγάλη περίοδο υπήρχε ευέλικτη συναλλαγματική ισοτιμία και η εξωτερική ζήτηση αντικαθιστούσε ομαλά την εγχώρια ζήτηση, μια επιλογή που δεν είναι διαθέσιμη στην Ελλάδα.
Ένα άλλο πρόβλημα που εντοπίζουν οι οκτώ ειδικοί στο σχέδιο του Eurogroup είναι ότι δεν διαθέτει έναν μηχανισμό παροχής κινήτρων που θα αποθάρρυνε την Ελλάδα να υπερχρεωθεί ξανά. «Η ελπίδα του Eurogroup είναι ότι η ανάγκη πρόσβασης της Ελλάδος στις αγορές θα πειθαρχήσει την ελληνική κυβέρνηση και θα διασφαλίσει τη συνέχιση των καλών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αυτό είναι απίθανο να συμβεί. Ο νέος δανεισμός από τον ιδιωτικό τομέα μπορεί να διαρθρωθεί έτσι ώστε να εξοφληθεί πριν αρχίσουν οι σημαντικές αποπληρωμές προς τον επίσημο τομέα. Αυτό το νέο ιδιωτικό χρέος θα έχει εξοφλητική προτεραιότητα (σ.σ. υψηλή εξασφάλιση), καθιστώντας τον ιδιωτικό τομέα πρόθυμο να δανείσει ανεξαρτήτως εάν η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται ή όχι στην πορεία να εκπληρώσει τις επίσημες υποχρεώσεις της», αναφέρεται στην μελέτη.
Ως εκ τούτου, οι ειδικοί προειδοποιούν πως η πειθαρχία της αγοράς στην οποία βασίζονται οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας θα είναι ασθενής ή ανύπαρκτη. «Το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα είναι μια ακόμη επαναδιαπραγμάτευση για το χρέος της κυβέρνησης προς τον επίσημο τομέα πριν από την επέλευση μεγάλων αποπληρωμών χρέους, συνοδευόμενη από την προβλεπόμενη αβεβαιότητα, τον πολιτικό θόρυβο και τις αρνητικές συνέπειες για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη», αναφέρουν.
Οι τρεις εναλλακτικές
Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν πως οι ελληνικές αρχές δίνουν προτεραιότητα στην οικονομική ανάκαμψη, αλλά θέλουν επίσης να περιορίσουν την «διεισδυτική εποπτεία» της τρόικας και ταυτόχρονα να πείσουν τους γείτονές τους ότι τα προβλήματα του παρελθόντος δεν θα επαναληφθούν. Οι επίσημοι πιστωτές, από την πλευρά τους, αγωνίζονται να συμβιβάσουν τέσσερις δυνητικά ασυμβίβαστους στόχους, ήτοι να διευκολύνουν την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας, να ανακτήσουν μερικά από τα χρήματά τους, να περιορίσουν τη συνεχή ανάμιξή τους στην Ελλάδα και να μην θέσουν ένα «κακό προηγούμενο» για την Ευρωζώνη.
«Το χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο. Ακόμη και υπό τις πλέον αισιόδοξες υποθέσεις (εκείνες της ίδιας της Ευρωομάδας) και λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα βραχυπρόθεσμης ελάφρυνσης του χρέους που έχουν ήδη εφαρμοστεί το 2017», σημειώνουν οι ειδικοί και παραθέτουν τρεις επιλογές για τη μείωση του χρέους συμβατές με τη νομοθεσία της ΕΕ και με την ευρεία φιλοσοφία των αποφάσεων του Eurogroup.
Η πρώτη επιλογή που προκρίνουν – και την οποία χαρακτηρίζουν ως την ενδεδειγμένη- προβλέπει την μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους υπό όρους. Για να είναι εποικοδομητική η μείωση του χρέους σε ονομαστική βάση θα πρέπει κατά τους συντάκτες της έκθεσης να αποφευχθεί η δημιουργία ηθικού κινδύνου και να μην παραβιάζεται το δίκαιο ης ΕΕ. Στη βάση αυτή περιγράφουν ένα σχέδιο για την ελάφρυνση του χρέους που πληροί και τις δύο προϋποθέσεις. Στην ουσία, προτείνουν το χρέος να κουρεύεται μόνον όταν επιτυγχάνεται μια συγκεκριμένη δημοσιονομική πορεία. Για παράδειγμα, αν το ανώτατο όριο για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2025 είναι στο 2% και το βασικό σενάριο προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%, τότε η μέγιστη ελάφρυνση του χρέους που θα μπορεί να κερδίσει η Ελλάδα με βάση την επίδοση του 2025 θα είναι 0,5% του ΑΕΠ.
«Αυτό το σχέδιο θα πρέπει να κάνει την Ελλάδα ευτυχισμένη, καθώς επιβραβεύει τη χώρα για τις καλές δημοσιονομικές επιδόσεις (αν και ο ελληνικός λαός θα πρέπει για μεγάλο χρονικό διάστημα να σημειώνει μεγάλα πλεονάσματα) και θα πρέπει να ευχαριστεί τους πιστωτές, διότι αποφεύγεται η δημιουργία ηθικού κινδύνου, ενώ το σχέδιο συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας της ΕΕ», υποστηρίζουν οι ειδικοί στη μελέτη τους.
Η δεύτερη επιλογή που προτείνεται στη μελέτη συνεπάγεται τη συνέχιση της χρηματοδότησης της Ελλάδος από τον ESM. Όπως εξηγούν, ένας λόγος για τον οποίο το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο στο πλαίσιο του σχεδίου του Eurogroup είναι πως το σχέδιο βασίζεται στην υπόθεση της έγκαιρης επιστροφής της Ελλάδος στις αγορές, δεσμεύοντας τη χώρα να χρηματοδοτήσει τον εαυτό της με πολύ υψηλά επιτόκια, κάτι που δημιουργεί εκρηκτική δυναμική για το χρέος. Κατά τους συντάκτες της έκθεσης το πρόβλημα είναι ότι η προσέγγιση αυτή, μπορεί να απαιτεί διαδοχικά προγράμματα του ESM για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, περιλαμβανομένου όχι μόνο του δανεισμού, αλλά και προαπαιτούμενων μέτρων.
Τέλος, η τρίτη επιλογή που προτείνουν για το χρέος επεκτείνει τις αποφάσεις του Eurogroup για την ελάφρυνση, όχι μόνο στα δάνεια του EFSF, αλλά και στα διμερή δάνεια του προγράμματος του 2010 (GLF). Όπως σημειώνεται, οι αποπληρωμένες των δανείων του προγράμματος του 2010 είναι σχετικά δαπανηρές από πλευράς επιτοκίων και θα μπορούσαν να αναδιαρθρωθούν χωρίς να απαιτείται μείωση της ονομαστικής αξίας των δανείων.
«Δυστυχώς, η ανάλυσή μας δείχνει ότι ακόμη και αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό», σημειώνουν οι ειδικοί και προσθέτουν πως μια τέτοια λύση θα σήμαινε μεγάλη αύξηση της συνολικής έκθεσης του ευρωπαϊκού επίσημου τομέα στην Ελλάδα και θα σήμαινε επίσης ότι η Ελλάδα θα εξοφλούσε χρέη προς τους ευρωπαίους επίσημους πιστωτές της μέχρι τον 22ο αιώνα!