Στο 1 εκατομμύριο οι άνεργοι στην Ελλάδα στο τέλος του 2017
Στο τέλος Δεκεμβρίου 2017 το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα ήταν στο 21,2%. Ο αριθμός των απασχολούμενων ήταν στα 3.736.333 άτομα και των ανέργων στα 1.006.844 άτομα.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το ποσοστό ανεργίας στο τέταρτο τρίμηνο του 2017 ήταν 21,2%, έναντι 20,2% του προηγούμενου τριμήνου. Η απασχόληση μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2017 μειώθηκε κατά 2,3%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου. Ο δε αριθμός των ανέργων αυξήθηκε στο τέταρτο τρίμηνο του 2017 κατά 3,8%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στις γυναίκες, στα άτομα ηλικίας 15 - 19 ετών, στη Δυτική Μακεδονία και στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει έως λίγες τάξεις Δημοτικού. Το μεγαλύτερο ποσοστό εργατικού δυναμικού παρατηρείται στους άνδρες, στα άτομα ηλικίας 30 - 44 ετών, στο Βόρειο Αιγαίο, στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και στα άτομα ξένης υπηκοότητας.
Κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017 το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονταν ως μισθωτοί (65,8%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (22,7%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, εμφανίζεται αύξηση στους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό και μείωση για τις άλλες κατηγορίες, ενώ σε σχέση με το προηγούμενο έτος, εμφανίζεται αύξηση στην απασχόληση σε όλες τις κατηγορίες.
Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ήταν 9,5%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 6,9%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται μειωμένη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Η προσωρινή απασχόληση έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και έχει αυξηθεί σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (23,2%), και οι επαγγελματίες (19,7%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη, ενώ σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (45,4%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40 - 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (27,3%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (85,4%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες, ενώ το 11,4% δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες, το 2,8% δηλώνει ότι έχει και δεύτερη εργασία, ενώ το 2,2% αναζητά εργασία αν και εργάζεται.
Οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί απολύθηκαν (27,5%) είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (27,4%). Το μεγαλύτερο ποσοστό ανέργων εργαζόταν στους κλάδους ξενοδοχείων και εστίασης (19,0%). Σε ότι αφορά στο επάγγελμα της προηγούμενης εργασίας τους, το μεγαλύτερο ποσοστό (30,3%) απασχολούνταν στην παροχή υπηρεσιών ή ως πωλητές. Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 19,7%.
Η πλειονότητα των ανέργων (71,8%) αναζητά εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι), ενώ ποσοστό 92,7% των ανέργων αναζητά εργασία ως μισθωτός με πλήρη απασχόληση. Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 23,4%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 12%.
Η πλειονότητα των μη ενεργών ηλικίας 15 - 74 ετών δεν έχει εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (47,0%) ή έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία τους εργασία (25,4%). Από τα άτομα που εργάστηκαν μέσα στα τελευταία 8 έτη, το μεγαλύτερο ποσοστό σταμάτησε να εργάζεται, επειδή συνταξιοδοτήθηκε (64,8%) ή επειδή η εργασία του ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (10,5%). Οι βασικοί λόγοι που δεν αναζητούν εργασία οι μη ενεργοί είναι το ότι βρίσκονται σε σύνταξη (38,4%) ή εκπαιδεύονται (23,8%). Το 1,7% των μη ενεργών αναζητά εργασία, αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμο να την αναλάβει, και το 1,6% δεν αναζητά εργασία, επειδή πιστεύει ότι δε θα βρει ή δε γνωρίζει που θα απευθυνθεί